Δίκαιο του πολέμου – Περίπτωση της κατεχόμενης Ελλάδας

Δίκαιο του πολέμου – Περίπτωση της κατεχόμενης Ελλάδας

Γράφει ο συνεργάτης μας Δημήτρης Τουτουντζόγλου []

 

Οι πολεμικές δραστηριότητες, εκδηλούμενες με ένοπλη βία, αποκηρύχθηκαν από τις σύγχρονες κοινωνίες. Διαπιστώνοντας όμως ότι η πλήρης απαγόρευσής τους είναι μεν ιδανική λύση αλλά ουσιαστικά ουτοπική , κρίθηκε σκόπιμο να ορισθούν οι προϋποθέσεις που θα έπρεπε να πληρούνται προκειμένου η προσφυγή στα όπλα να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δίκαιη. Παράλληλα έπρεπε να καθοριστούν και οι σχετικοί κανόνες και περιορισμοί , οι οποίοι θα διέπουν τη διεξαγωγή ενός δίκαιου πολέμου όταν ο πόλεμος ξεκινήσει ώστε η ένοπλη αυτή βία να περιορισθεί κατά το δυνατόν μεταξύ εκείνων που μετέχουν ενεργά στις εχθροπραξίες και οι επιπτώσεις προς τους άμαχους να είναι κατά το δυνατόν ελάχιστες. Αυτά επιχείρησε να κωδικοποιήσει το Διεθνές Δίκαιο με σειρά κανόνων οι οποίοι αρχικά μεν είχαν εθιμικό χαρακτήρα αλλά στη συνέχεια αποκρυσταλλώθηκαν σε συμβατικά κείμενα.

Στις διεθνείς λοιπόν σχέσεις συγκροτήθηκε το «Δίκαιο των ενόπλων συγκρούσεων» το οποίο διακρίνεται σε δύο βασικές ομάδες διατάξεων. Η πρώτη (Jus ad Bellum) σχετίζεται με τη χρήση της ένοπλης βίας, αφορά δηλαδή το σύνολο των κριτηρίων που θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου να επιτραπεί σε ένα κράτος να ξεκινήσει έναν «νόμιμο πόλεμο» και η δεύτερη αφορά τους κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών προκειμένου να τεθούν περιορισμοί στη χρήση βίας και διαρκεί μέχρι την οριστική αποκατάσταση της ειρήνης (Jus in Bello).

To Jus ad Bellum συγκροτείται από ένα πλέγμα διατάξεων και συγκεκριμένα: α) Από το Σύμφωνο των Παρισίων 1928, το περίφημο Σύμφωνο Kellog-Briand που καταδίκασε ολοκληρωτικά τον πόλεμο και το οποίο επικυρώθηκε από 64 χώρες συμπεριλαμβανομένης και της προπολεμικής Γερμανίας, ισχύει δε μέχρι και σήμερα, β) Από το Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (1945) ο οποίος στο άρθρο 2 παρ. 4 αναφέρει ότι «όλα τα μέλη θα απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από την απειλή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους», γ) Από τις αποφάσεις -διακηρύξεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, οι οποίες αποκτούν χαρακτήρα ταχέως αναδυόμενου εθιμικού δικαίου καθώς και από το προϋπάρχον εθιμικό δίκαιο. Δευτερευόντως, πηγές του δικαίου των ενόπλων συγκρούσεων αποτελούν αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σε υποθέσεις που έχουν σχέση με ένοπλες συγκρούσεις καθώς και αποφάσεις των ad hoc Δικαστηρίων σε περιπτώσεις ενόπλων συγκρούσεων που έχουν δημιουργήσει νομολογία όπως τα δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκυο, τα Δικαστήρια για την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Ρουάντα. Ομοίως δευτερεύουσα συμπληρωματική πηγή κανόνων αποτελούν και οι απόψεις διεθνολόγων εγνωσμένου κύρους.

Το Jus in Bello συγκροτείται από πλέγμα 26 Συμβάσεων και Πρωτοκόλλων, μεταξύ των οποίων προεξέχουσα θέση έχουν οι συμβάσεις της Χάγης των ετών 1899, 1907 και 1923 καθώς και της Γενεύης 1949 μαζί με τα δύο Πρόσθετα σε αυτές Πρωτόκολλα του 1977. Οι Συμβάσεις της Χάγης των ετών 1899, 1907 και 1923 βασίζονται στην αρχή της διάκρισης μεταξύ ενόπλων δυνάμεων και προσώπων που δεν λαμβάνουν μέρος στις εχθροπραξίες. Όσον αφορά στα μέσα του πολέμου κυριαρχεί ο κανόνας ότι «Το δικαίωμα των εμπολέμων να χρησιμοποιούν μέσα προς βλάβη του εχθρού δεν είναι απεριόριστο» όπως και επίσης και ότι απαγορεύεται η «χρησιμοποίηση όπλων βλημάτων ή υλών που μπορούν να προκαλέσουν περιττές σωματικές βλάβες».

Όσο αφορά στις ανθρωπιστικές αρχές που τηρούνται κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών αυτές δημιουργήθηκαν εθιμικά και κωδικοποιήθηκαν με μία σειρά διεθνών συμβάσεων από το 1860. Η κωδικοποίησή τους σε γραπτούς κανόνες δεν κατήργησε ούτε αντικατέστησε το εθιμικό δίκαιο.

Η Σύμβαση της Χάγης ΙV της 18.10.1907, περί των Νόμων και Εθίμων του κατά ξηράν πολέμου και οι προσαρτημένος Κανονισμός, ορίζει στο άρθρο 3 ότι «Ο παραβαίνων τις διατάξεις του ρηθέντος Κανονισμού Εμπόλεμος ευθύνεται, ενδεχομένως , σε αποζημίωση. Ευθύνεται δε διά πάσας τας πράξεις τας ενεργηθείσας υπό των προσώπων των αποτελούντων μέρος της στρατιωτικής αυτού δυνάμεως». Στον προσαρτημένο Κανονισμό περιλαμβάνονται διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου οι οποίες προβλέπουν περιορισμούς στην πολεμική δραστηριότητα των ενόπλων δυνάμεων των εμπολέμων και στην συμπεριφορά τους κατά την άσκηση της εξουσίας σε καταληφθείσα χώρα και από τις οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν δικαιώματα για τους μάχιμους, αιχμαλώτους και άμαχους.

Η μεγάλη πρόοδος στο Δίκαιο ενόπλων συγκρούσεων σημειώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1949 υπογράφηκαν οι τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης οι οποίες αφορούσαν αντίστοιχα τους τραυματίες και ασθενείς του κατά ξηρά πολέμου, τους τραυματίες , ασθενείς και ναυαγούς του κατά θάλασσα πολέμου , την μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου και την προστασία του άμαχου πληθυσμού στη διάρκεια των εχθροπραξιών. Σύμφωνα με τις διατάξεις των Συμβάσεων της Γενεύης τα πρόσωπα πρέπει να τυγχάνουν ανθρώπινης μεταχείρισης ενώ απαγορεύεται απολύτως η σύλληψη αιχμαλώτων, τα βασανιστήρια , οι παράνομες εκτελέσεις και τα αντίποινα. Υπάρχουν μάλιστα και διατάξεις οι οποίες αναφέρονται στη θέσπιση ελάχιστων εγγυήσεων για τη φροντίδα των αιχμαλώτων πολέμου, την απαγόρευση των εκτοπίσεων και την αδιάκριτη καταστροφή περιουσιών σε κατεχόμενα εδάφη.

Το 1977 τα δύο πρόσθετα πρωτόκολλα που υπογράφηκαν επίσης στην Γενεύη βελτίωσαν και ενίσχυσαν την προστασία του άμαχου πληθυσμού για όλες τις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις δηλαδή εν προκειμένω για εμφύλιους πολέμους και ανταρτοπολέμους.

Σε τούτο το σημείο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι ο διαχωρισμός του όρου «Δίκαιο του Πολέμου» από τον όρο «Ανθρωπιστικό Δίκαιο». Ειδικότερο ο όρος «Δίκαιο του Πολέμου» ως νομικός όρος, προσδιορίζει τους κανόνες και τα έθιμα της διεξαγωγής ενός πολέμου όπως κωδικοποιήθηκαν με τις Συμβάσεις του 1899 και του 1907 και οι οποίες συνομολογήθηκαν στη Χάγη. Εν προκειμένω περιλαμβάνει κανόνες για τα μέσα διεξαγωγής της μάχης, την έννοια της στρατιωτικής κατοχής και την έννοια της ουδετερότητας. Αντίθετα ο όρος «Ανθρωπιστικό Δίκαιο» περιλαμβάνει ουσιαστικά προστατευτικές διατάξεις γενικά για τα θύματα των ενόπλων συρράξεων, καθώς και για όσους προσφέρουν συνδρομή στα θύματα και ιδιαίτερα τις υγειονομικές υπηρεσίες των ενόπλων συρράξεων.

Όσον αφορά για το καθεστώς της πολεμικής κατοχής συνίσταται από δύο στοιχεία ήτοι α) στρατιωτική εισβολή και β) manu military κατοχή εχθρικού εδάφους με σκοπό την προσωρινή διατήρηση του ελέγχου επί του εδάφους αυτού. Σε παλαιότερες εποχές υπήρχε η τάση η κατέχουσα δύναμη να προχωρά σε προσάρτηση της κατεχόμενης έκτασης και να συμπεριφέρεται σαν να ήταν τμήμα της επικράτειάς της. Κατά τον 19ο αιώνα ωστόσο έγινε σταδιακά αποδεκτό ότι η κατοχή είναι ένα προσωρινό καθεστώς και το κατεχόμενο έδαφος πρέπει να επιστρέφεται στο κυρίαρχο κράτος από όπου αποσπάστηκε. Μάλιστα το άρθρο 43 του Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Χερσαίου Πολέμου, ο οποίος αποτελεί παράρτημα της ΙV Σύμβασης της Χάγης του 1907, ορίζει ότι «Μόλις η εξουσία της νόμιμης κυβέρνησης περιέλθει πράγματι στα χέρια της κατέχουσας Δύναμης, πρέπει η τελευταία να λαμβάνει όλα τα εξαρτώμενα από την ίδια μέτρα προς αποκατάσταση και διατήρηση όσο είναι εφικτό , της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, ενώ οφείλει να σέβεται (εκτός από περιπτώσεις απολύτου κωλύματος) τους νόμους που ίσχυαν στην κατεχόμενη χώρα». Σύμφωνα με το παραπάνω η στρατιωτική κατοχή δεν επιφέρει καμία μεταβολή στο νομικό καθεστώς στης κατεχόμενης έκτασης όπως για παράδειγμα προσάρτηση ή διαίρεση. Μια τέτοια μεταβολή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά τη σύναψη συνθήκης ειρήνης ή μετά από προσάρτηση που έχει αναγνωριστεί από τη νόμιμη κυβέρνηση του προσαρτώμενου εδάφους.

Ο προαναφερόμενος Κανονισμός Νόμων και Εθίμων του Χερσαίου Πολέμου υπογράφηκε τόσο από τη Γερμανία όσο και από την Ελλάδα αλλά επικυρώθηκε μόνο από τη Γερμανία. Ο Κανονισμός αυτός αποτελεί νομικό κείμενο δεσμευτικό για όλα τα κράτη παγκοσμίως καθώς αποτελεί εθιμικό δίκαιο. Μάλιστα το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης διακήρυξε όσον αφορά για την ΙV Σύμβαση της Χάγης του 1907 της οποίας όπως προαναφέρθηκε παράρτημα είναι ο άνω Κανονισμός ότι «Οι διατάξεις αυτές αναγνωρίστηκαν από όλα τα πολιτισμένα έθνη και ότι αποτελούν διακήρυξη του δικαίου και των εθίμων του πολέμου». Χαρακτηριστική είναι η υπ’ αριθμ. 21/1947 απόφαση του Εφετείου Θράκης η οποία αναφέρει: Επειδή η ένεκεν των πολεμικών γεγονότων κατάληψης της χώρας υπό των στρατευμάτων κατοχής occupation bellica καταρχήν, ουδόλως αναιρεί την κυριαρχίαν του καταληφθέντος Κράτους, αργεί όμως η πραγματική άσκησις της κυριαρχίας ταύτης, μόναι δε αι στρατιωτικαί αρχαί κατοχής είναι οι πράγματι ασκούσαι την εξουσίαν αυτών εν τη καταληφθείση χώρα, κατά τας καθιερωθείσας υπό του Κανονισμού της Χάγης 1907 (IV Σύμβαση περί του κατά ξηράν πολέμου προσηρτημένος κανονισμός /άρθρο 43) και δεκτάς γενικώς γενομένας υπό τε της επιστήμης του Διεθνούς Δικαίου και της νομολογίας αρχάς…».

Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο Κανονισμός χερσαίου Πολέμου της Χάγης δέσμευε κατά την κρίσιμη περίοδο 1941-1944 την κατέχουσα Γερμανία και την κατεχόμενη Ελλάδα οπότε το Τρίτο Ράιχ ήταν υπεύθυνο για την εφαρμογή του.

Δοθέντος ότι η πολεμική κατοχή δεν αλλοιώνει την κρατική κυριαρχία, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της κατέχουσας Δύναμης καθορίζονται αποκλειστικά από το Διεθνές Δίκαιο. Έτσι σύμφωνα με τον Κανονισμό του 1907 η λεηλασία και η δήμευση των ιδιωτικών περιουσιών ρητώς απαγορεύονται, η οικογενειακή τιμή και τα δικαιώματα, η ζωή των προσώπων και η ατομική ιδιοκτησία πρέπει να γίνονται σεβαστά. Η κατέχουσα Δύναμη οφείλει να εφαρμόσει τις ήδη ισχύουσες διατάξεις περί επιβολής και κατανομής των φόρων, υποχρεούται δε να αναλάβει στο εξής τα έξοδα διοίκησης της κατεχόμενης χώρας όπως ακριβώς υποχρεούνταν και η νόμιμη κυβέρνηση. Εισφορές σε είδος ή υπηρεσία όπως καταναγκαστικά έργα δεν επιβάλλονται παρά μόνο για τις ανάγκες του στρατού κατοχής, ακόμη και σε αυτή όμως την περίπτωση θα πρέπει οι εισφορές να είναι ανάλογες προς τους πόρους και τη φύση της χώρας και να μην συνεπάγονται συμμετοχή των κατοίκων σε πολεμικές επιχειρήσεις κατά της ίδιας της πατρίδας τους. Οι εισφορές σε είδος πρέπει κατά το δυνατόν να πληρώνονται με μετρητά ή διαφορετικά να χορηγείται απόδειξη και να πληρώνονται αυτές το συντομότερο δυνατό. Η κατέχουσα Δύναμη έχει το δικαίωμα να κατάσχει μόνο κρατικά χρηματικά ποσά, προμήθειες, όπλα, μεταφορικά μέσα, την κινητή περιουσία του κατεχόμενου κράτους που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολεμικές επιχειρήσεις και συνάμα θεωρείται απλός διαχειριστής και επικαρπωτής των δημοσίων κτηρίων , δασών και γεωργικών κτημάτων του κατεχόμενου κράτους και επομένως δεν έχει την κυριότητα αυτών.

Είναι φανερό ότι το Τρίτο Ράιχ παραβίασε τις περισσότερες από τις Διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Ελλάδα. Οι σφαγές άμαχου πληθυσμού, ομήρων, οι εμπρησμοί , τα αντίποινα για τις ενέργειες των ανταρτών, η προσάρτηση ελληνικών περιοχών από την Ιταλία και τη Βουλγαρία, οι λεηλασίες, η δήμευση ιδιωτικών περιουσιών, η επιβολή χρηματικής εισφοράς υπό την μορφή του κατοχικού δανείου , η επίταξη τροφίμων και άλλων αγαθών και μάλιστα χωρίς καμία πληρωμή ή μέσω υπερπληθωριστικού χρήματος είναι μερικές μόνο από τις κατάφωρες παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου από το Τρίτο Ράιχ.

Στην IV Σύμβαση της Χάγης της οποίας είναι παράρτημα ο Κανονισμός περιέχει την ρήτρα Μartens σύμφωνα με την οποία «Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη … κρίνουσιν σκόπιμον να βεβαιώσωσιν ότι εις τας περιπτώσεις τας μη παρ’ αυτών κανονισθείσας οι τε πληθυσμοί και οι εμπόλεμοι μένουσιν υπό το κράτος και την προστασία των αρχών του Διεθνούς Δικαίου οίαι αύται πηγάζουσιν εκ των πεπολιτισμένων εθνών τεθέντων εθίμων, των νόμων της φιλανθρωπίας και των απαιτήσεων της δημοσίας συνειδήσεως» και ως εκ τούτου οι πρακτικές του Τρίτου Ράιχ αντιβαίνουν στο εθιμικό Δίκαιο ,το αναγνωρισμένο από όλα τα κράτη και είναι σαφώς απαγορευμένες.

 

 

Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.