Αν λέγεται τσάι «βατόμουρου» θα πρέπει να περιέχει βατόμουρο
Στις αρχές Ιουνίου 2015 παραπέμφθηκε στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (BGH) σε σχέση με τις ενδείξεις που επιτρέπεται να φέρει η συσκευασία βρώσιμων προϊόντων. Η υπόθεση αφορούσε ένα τσάι φρούτων με την ένδειξη «περιπέτεια βατόμουρου και βανίλιας», που κυκλοφορεί στη γερμανική αγορά. Παρά την εντύπωση που δημιουργεί η ετικέτα του, από τη λίστα των συστατικών του, που επίσης αναγράφεται στη συσκευασία του, προκύπτει ότι το τσάι δεν περιέχει γεύση ή άρωμα βατόμουρου. Το γερμανικό δικαστήριο ζήτησε, λοιπόν, από το ΔΕΕ να διευκρινίσει, αν η ετικέτα φρουτοποτού, που αναφέρει ουσία μη περιεχόμενη στην πραγματικότητα στα συστατικά του, μπορεί να θεωρηθεί παραπλανητική ως προς το μέσο καταναλωτή. Το ΔΕΕ θα έπρεπε σχετικά να λάβει υπόψη του ότι, όπως ειπώθηκε, τα συστατικά του κρίσιμου προϊόντος εμφανίζονται, επίσης, στη συσκευασία του. Επομένως, ο καταναλωτής θα μπορούσε επί τόπου να πληροφορηθεί για την ακριβή σύνθεσή του, ανεξάρτητα από το σλόγκαν που φέρει η ετικέτα του.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, βασισμένο στην Οδηγία 2000/13 για την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων, έκρινε ότι η αναγραφή της πραγματικής σύνθεσης ενός προϊόντος στο χωρίο των συστατικών του δεν θεραπεύει τυχόν ασάφειες και ανακρίβειες της ετικέτας του. Το αν και κατά πόσον μια ετικέτα είναι παραπλανητική, θα κριθεί πάντως από το εθνικό δικαστήριο, που θα επιληφθεί σχετικής διαφοράς. Γνώμονα της κρίσης του θα αποτελέσουν στοιχεία, όπως η γραμματοσειρά και το μέγεθος των χαρακτήρων της ετικέτας, το χρώμα, τα χρησιμοποιούμενα σημεία στίξης κλπ.
Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι, όπως έχουμε αναλυτικά εκθέσει στο πρόσφατο παρελθόν, στα τέλη του 2014 ξεκίνησε η εφαρμογή του Κανονισμού 1169/2011 που τροποποιεί σημαντικά το καθεστώς επισήμανσης των τροφίμων στα κράτη μέλη της Ε.Ε. και καταργεί την Οδηγία 2000/13. Στην υπό εξέταση υπόθεση, λοιπόν, το ΔΕΕ απεφάνθη βάσει του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος, το οποίο ανέθετε στα εθνικά δικαστήρια την αρμοδιότητα να κρίνουν ανά περίπτωση, αν η σήμανση ενός προϊόντος συντείνει στην παραπληροφόρηση του μέσου καταναλωτή. Πλέον οι ειδικές προδιαγραφές που πρέπει να τηρούνται για να μη θεωρηθεί μια συσκευασία παραπλανητική, ρυθμίζονται εξαντλητικά από την Ένωση και μάλιστα μέσω ενός Κανονισμού, που γνωρίζει άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη από την έναρξη της ισχύος του.