ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΕΣ- ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Γράφει η Χλόη Δ. Θεοδωρίδου, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ Δ.Σ. ΚΑΒΑΛΑΣ, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Τμήματος Οικονομικού Ποινικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Μετά την θέσπιση του Ν. 4620/2019  και τις αλλαγές που αυτός έφερε στον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρατηρεί κανείς, την συστηματική προσπάθεια του Νομοθέτη να προωθήσει πρακτικές αποσυμφόρησης της δικαστικής ύλης, μιας και η ανάγκη επιτάχυνσης των ποινικών διαδικασιών κρίνεται με το πέρασμα των ετών ως εξαιρετικά επείγουσα. Έτσι, ο Έλληνας νομοθέτης, ακολουθώντας την κατεύθυνση αφενός εκσυγχρονισμού του ισχύοντος  ποινικού συστήματος και ταυτοχρόνως μείωσης του δικαστηριακού όγκου και αφετέρου βελτίωσης της θέσης του θύματος στην ποινική διαδικασία, εισήγαγε, στις ποινικές υποθέσεις, υπό το πρίσμα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, τους θεσμούς της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής συνδιαλλαγής.  Ο  ρόλος που  αναλαμβάνει η αποκαταστατική- εναλλακτική δικαιοσύνη, ήτοι : Διαδικασία σύμφωνα με  την οποία συγκεντρώνονται όλα τα εμπλεκόμενα μέλη, προκειμένου να αντιμετωπισθούν συλλογικά τα επακόλουθα της εκάστοτε παραβίασης και οι συνέπειές της για το μέλλον. Όλοι οι ορισμοί σχετικά με αυτές τις μορφές δικαιοσύνης, πρόσκεινται, θα λέγαμε, σε μια κοινή ηθική οπτική: ότι η δικαιοσύνη απαιτεί πολλά περισσότερα από την επιβολή των αντιποίνων στο δράστη.

Πρόκειται, λοιπόν, για μορφές δικαιοσύνης που επιχειρούν να αποκαταστήσουν τις ήδη διαρρηγμένες σχέσεις μεταξύ θυμάτων και δραστών και να ενθαρρύνουν τη μεταξύ τους «συμφιλίωση», όπου αυτό κρίνεται εφικτό. Αυτό εφαρμόζεται στην πράξη, με την ενσωμάτωση στον Κ.Π.Δ., ορισμένων νέων διαδικασιών εκδίκασης των υποθέσεων αλλά και με την ενίσχυση σχετικά παλαιότερων αντίστοιχων. Οι διαδικασίες αυτές εισέρχονται θεσμικά σε μια κλίμακα που περιλαμβάνει την εφαρμογή του θεσμού της αποχής από την ποινική δίωξη (άρθρα 48,49 Κ.Π.Δ.), την εισαγωγή[1] της συνοπτικής διαδικασίας της ποινικής διαταγής σε μια σειρά πλημμελημάτων, τον επανακαθορισμό του πεδίου εφαρμογής της ποινικής συνδιαλλαγής (άρθρο 301 Κ.Π.Δ.) και τέλος την εισαγωγή του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης στο άρθρο 303 του νέου Κ.Π.Δ. Ειδικότερα, η εναλλακτική διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, κατευθύνει μία πρώιμη, θα λέγαμε, μορφή διεκπεραίωσης της ποινικής ύλης,  μέσω της αποχής από την ποινική δίωξη, ενώ στις νεότερες τ ά σ ε ι ς της ανήκει η καθιέρωση της ποινικής συνδιαλλαγής, ενός θεσμού που στοχεύει μεν στην απονομή του δικαίου δίνοντας όμως προτεραιότητα στην βούληση των μερών. Η διαφορά της με τον αγγλοσαξονικής προέλευσης  θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης γνωστό αλλιώς ως plea bargaining έγκειται στο ότι βασική προϋπόθεση της διαπραγμάτευσης είναι η ανταλλαγή της ομολογίας του κατηγορούμενου με την επιβολή σε αυτόν μειωμένης ποινής (άρθρο 303 Κ.Π.Δ).

Ως προς το νεοπαγή θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής, αυτός αξίζει να αναφερθεί, πως θεσπίστηκε για πρώτη φορά στον Κ.Π.Δ. με το άρθρο 17 Ν. 3904/2010 και αποτέλεσε το άρθρο 308Β έκτοτε, δε, ενισχύεται μεθοδικά. Η συνδιαλλαγή στην πράξη, εκκινεί, με την υποβολή αιτήματος του κατηγορουμένου, ότι επιθυμεί  να αποδώσει το ιδιοποιημένο πράγμα ή να αποκαταστήσει τις βλάβες- συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη του, μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης. Το επόμενο βήμα ανήκει στον Εισαγγελέα, ο οποίος καλεί τον παθόντα και τον κατηγορούμενο, ή αν πρόκειται για το δημόσιο τον νόμιμο αντιπρόσωπο του, να εμφανισθούν ενώπιον του, μετά ή διά των συνηγόρων τους για συνδιαλλαγή. Σε δεύτερο χρόνο ακολουθεί η ανάγκη κατάρτισης μιας σοβαρής και δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η  οποία επιτάσσει την εκπροσώπηση τους από συνηγόρους, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Για αυτό και προβλέπεται ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου εκ μέρους του εισαγγελέα στο διάδικο που δεν έχει. Τυχόν αντιρρήσεις του Εισαγγελέα για συνδρομή των προϋποθέσεων της συνδιαλλαγής κρίνονται από το δικαστικό συμβούλιο κατ’ αρ. 307 στοιχ. γ’ Κ.Π.Δ. Ο εισαγγελέας, στη συνέχεια, τάσσει προθεσμία δεκαπέντε ημερών στους διαδίκους για την σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής στο οποίο εμπεριέχεται η ομολογία του κατηγορούμενου για την πράξη που κατηγορείται, βεβαιώνεται η απόδοση του πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση της ζημίας που αναφέρεται στην κατηγορία.

Ο νέος αυτός θεσμός αν και αρχικά αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα από το δικαστικό αλλά και το δικηγορικό κλάδο,  τελικώς υιοθετήθηκε και όπως φαίνεται από την πράξη η διατήρηση αλλά και η διεύρυνση του  ορθώς κρίθηκε ως απαραίτητη, αφενός μεν γιατί ανήκει σε ένα σύστημα έναλλακτικής δικαιοσύνης που οφείλει να υπάρχει στο ποινικό μας σύστημα, υπακούοντας στις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, αφετέρου γιατί εναρμονίζεται πλήρως με την επικράτηση της δικαιϊκής ειρήνης αποτελώντας συνάμα πρόσφορο μέσο στη διαχείριση των περιπτώσεων επανόρθωσης της προσβολής του εννόμου αγαθού που λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη της δίωξης. Έτσι, παρόλα τα ζητήματα ασυμβατότητάς των μορφών αποκαταστατικής-εναλλακτικής δικαιοσύνης με θεμελιώδεις αρχές του εθνικού ποινικού δικονομικού μας συστήματος, όπως με την αρχή της κοινωνικής αναγκαιότητας της ποινής  αλλά και αυτή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, η εφαρμογή τους ως σήμερα, φέρει θετικό πρόσημο, καθώς με αυτήν προωθούνται εξίσου σημαντικές αρχές για την εύρυθμη λειτουργία του, όπως αυτή της οικονομίας της δίκης και της  επιτάχυνσης της διαδικασίας.

[1]  Αιτιολογική έκθεση Ν. 4620/2019  ΚΠΔ ,εισηγητής των διατάξεων αυτών για την αποχή από τη δίωξη ήταν ο Θ. Δαλακούρας.

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.