Άσκηση δικηγορίας από τέως δικαστικό λειτουργό: τι ισχύει
Της Ελένης Τζούλια, Δικηγόρου Αθηνών
Η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος από πρώην δικαστικούς λειτουργούς είναι ένα θέμα που προκαλεί τον δικηγορικό κόσμο παγκοσμίως. Θεωρητικώς, ο τέως δικαστής διατηρεί “διασυνδέσεις” στο δικαστικό κλαδο, που μπορούν να του επιτρέψουν ανταγωνιστικό προβάδισμα εις βάρος των νέων συναδέλφων του. Πώς αντιμετωπίζεται το θέμα στην ελληνική έννομη τάξη;
Αφορμή για την ενασχόληση με το ζήτημα έδωσε σχετική γερμανική δικαστική απόφαση που υπέπεσε στην αντίληψή μου. Πρόκειται για την υπ’ αριθμ. 2 C 45/16 BVerwG της 4-5-2017. Η απόφαση δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα σε πλήρες κείμενο και σχετικά ενημερώθηκα από τον γερμανικό τύπο. Η υπόθεση που χειρίστηκε το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο αφορούσε τις προυποθέσεις άσκησης δικηγορίας από συνταξιοδοτημένο δικαστικό λειτουργό και χονδρικά ερμηνεύει το παρακάτω άρθρο του γερμανικού Δημοσιουπαλληλικού Κώδικα:
“Beamtenstatusgesetz
Abschnitt 6 – Rechtliche Stellung im Beamtenverhältnis (§§ 33 – 53) |
§ 41 Tätigkeit nach Beendigung des Beamtenverhältnisses
Ruhestandsbeamtinnen und Ruhestandsbeamte sowie frühere Beamtinnen mit Versorgungsbezügen und frühere Beamte mit Versorgungsbezügen haben die Ausübung einer Erwerbstätigkeit oder sonstigen Beschäftigung außerhalb des öffentlichen Dienstes, die mit der dienstlichen Tätigkeit innerhalb eines Zeitraums, dessen Bestimmung dem Landesrecht vorbehalten bleibt, im Zusammenhang steht und durch die dienstliche Interessen beeinträchtigt werden können, anzuzeigen. Die Erwerbstätigkeit oder sonstige Beschäftigung ist zu untersagen, wenn zu besorgen ist, dass durch sie dienstliche Interessen beeinträchtigt werden. Das Verbot endet spätestens mit Ablauf von fünf Jahren nach Beendigung des Beamtenverhältnisses.”
Το γερμανικό δίκαιο προβλέπει δηλ. ότι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί, στους οποίους σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση συγκαταλέγονται και οι δικαστές, οφείλουν να απόσχουν από την άσκηση επαγγέλματος συναφούς με την προηγούμενη δραστηριότητά τους μετά τη συνταξιοδότησή τους ή τη για άλλο λόγο παύση της εν λόγω δραστηριότητας, για χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το δίκαιο του κάθε γερμανικού κρατιδίου. Η απαγόρευση αυτή δεν δύναται να διαρκεί για διάστημα πέραν των πέντε ετών.
Το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο υπάγοντας στην παραπάνω διάταξη την περίπτωση συνταξιούχου δικαστή, που προτίθετο να δικηγορήσει στην περιφέρεια του δικαστηρίου όπου ασκούσε προηγουμένως τα δικαιοδοτικά του καθήκοντά, έκρινε πως: δεν αντίκειται στο Νόμο η υποχρέωση αναμονής επί τριετία πριν την έναρξη ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος στην περιφέρεια του δικαστηρίου που προηγουμένως ο (νέος) δικηγόρος εργαζόταν ως δικαστής. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι σε άλλη περιφέρεια ο τέως δικαστικός λειτουργός μπορεί να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα αμέσως.
Αυτά ισχύουν στη Γερμανία. Εδώ;
Στην αρχική του μορφή το άρθρο 27 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) προέβλεπε:
Άρθρο 27
Επαναδιορισμός Δικηγόρου
- Δικηγόρος, που παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα, δύναται να επαναδιορισθεί, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) χρόνια από την παραίτησή του ή και μετά την πάροδο της πενταετίας υπό την προϋπόθεση ότι ασκούσε καθήκοντα συναφή με τη νομική επιστήμη και πρακτική. Δεν επιτρέπεται επαναδιορισμός δικηγόρου που απώλεσε την δικηγορική ιδιότητα λόγω καταδίκης του από ποινικό δικαστήριο για τα αδικήματα του άρθρου 6 του Κώδικα ή του έχει επιβληθεί ποινή οριστικής παύσης από το ανώτατο πειθαρχικό.
- Δημόσιοι διοικητικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί υπάλληλοι, υπάλληλοι των σωμάτων ασφαλείας, των οργανισμών αυτοδιοίκησης όλων των βαθμών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι είχαν αποκτήσει προηγουμένως την ιδιότητα του δικηγόρου, δύνανται να ζητήσουν να επαναδιορισθούν ως δικηγόροι μέσα σε πέντε έτη από την παραίτησή τους. Επίσης δύνανται να το ζητήσουν και μετά την πάροδο της πενταετίας, εφόσον αποδείξουν ότι ασκούσαν καθήκοντα συναφή με τη νομική επιστήμη και πρακτική, όπως προκύπτει από τον Οργανισμό της Υπηρεσίας ή του νομικού προσώπου ή το καθηκοντολόγιο ή πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαγορεύεται για μία πενταετία η άσκηση δικηγορίας των πιο πάνω στην Εφετειακή Περιφέρεια που είχε την έδρα της η υπηρεσία που υπηρετούσαν την τελευταία πενταετία. Οι συμβολαιογράφοι επαναδιορίζονται ως δικηγόροι μέσα σε οκτώ χρόνια από την παραίτησή τους με τις ίδιες πιο πάνω προϋποθέσεις.
Επομένως, ο Δικηγορικός Κώδικας δεν ξεκαθάριζε τις προυποθέσεις υπό τις οποίες ένας τέως δικαστικός λειτουργός, που σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου Κώδικα απώλεσε αυτοδικαίως τη δικηγορική του ιδιότητα με τον διορισμό του στο δικαστικό σώμα, μπορεί να την επανακτήσει. Για την κάλυψη του κενού, ο Δικηγορικός Κώδικας τροποποιήθηκε με το Ν. 4205/13, που στο άρθρο 7 παρ. 5 προβλέπει:
- Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 27 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι εξερχόμενοι από την υπηρεσία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, εκτός από εκείνους που απολύονται εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος ή λόγω πνευματικής ανικανότητας, μπορούν να διορίζονται δικηγόροι, εντός ευλόγου χρόνου από την αποχώρηση τους από την υπηρεσία, εφόσον δεν συντρέχει κώλυμα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του παρόντος Κώδικα. Σε περίπτωση ανάληψης, εντός του χρόνου αυτού, δημοσίων καθηκόντων τα οποία συνεπάγονται την αναστολή άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, ο εύλογος χρόνος τρέχει από το χρόνο λήξης της άσκησης τους. Οι ανωτέρω δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί διορίζονται ως δικηγόροι παρά πρωτοδίκαις, παρ` εφέταις ή παρ` Αρείω Πάγω, με βάση τα έτη που υπηρέτησαν, σε οποιαδήποτε βαθμίδα, και ανάλογα με τα προσόντα που απαιτούνται για την προαγωγή του δικηγόρου».
Με άλλα λόγια, το ελληνικό δίκαιο σε αντίθεση με το γερμανικό προβλέπει τον απώτατο χρόνο επανάκτησης της δικηγορικής ιδιότητας μετά την αποχώρηση από το δικαστικό σώμα, χωρίς να θέτει οποιοδήποτε κώλυμα ως προς τον τόπο άσκησης της δραστηριότητας του (νέου) δικηγόρου, πρώην δικαστή. Με τον τρόπο αυτό νομίζω ότι θίγονται τα συμφέροντα τόσο των δικηγόρων, όσο και των δικαστών. Οι τέως δικαστές δηλ. περιορίζονται χρονικά αναφορικά με την επιστροφή στο δικηγορικό επάγγελμα, του οποίου περιορισμού τη ratio δεν διακρίνω. Οι δικηγόροι από την άλλη θίγονται, κατά το ότι δεν προβλέπεται κώλυμα εντοπιότητας για τον πρώην δικαστή-νυν δικηγόρο, ως προς την άσκηση δικηγορίας στο Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου προηγουμένως εδίκαζε.