ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΙΣΟΒΙΟΥ ΚΑΘΕΙΡΞΕΩΣ

Από την Άννα-Μαρία Ανυφαντή, Δικηγόρο Κέρκυρας, ΜΔΕ Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ

Κατά το άρθρο 497 παρ. 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας “Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε παραδεκτά έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου“.

Από την ανάγνωση της εν λόγω διατάξεως εμφαίνεται πως μία από τις τυπικές προϋποθέσεις για την χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως είναι η καταδίκη του κατηγορουμένου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε ποινή στερητική της ελευθερίας.

Η διάταξη κάνει λόγο για ποινή στερητική της ελευθερίας. Του νόμου μη εξαιρουμένου εντάσσεται στην ρυθμιστική εμβέλεια της συγκεκριμένης διάταξης τόσο η ισόβια κάθειρξη όσο και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης. Αναφορικά με την ισόβια κάθειρξη, τα Δικαστήρια είναι φειδωλά ως προς την παραδοχή τέτοιων αιτήσεων και κατά βάση τις απορρίπτουν. Οι δε Εισαγγελείς δεν εισαγάγουν καν τις αιτήσεις προς εκδίκαση. Είναι αλήθεια ότι η εν λόγω «άρνηση» τους δεν βρίσκει κάποιο νομικό έρεισμα.

Απεναντίας, στα άρθρα 51-55 ΠΚ προβλέπονται οι στερητικές της ελευθερίας ποινές, οι οποίες είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση, ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κράτηση. Το αρ. 52 ΠΚ ορίζει πιο συγκεκριμένα ότι η ποινή της κάθειρξης περιλαμβάνει τόσο την πρόσκαιρη όσο και την ισόβια[1]. Από δογματικής συνεπώς απόψεως, η ποινή της ισοβίου καθείρξεως ουδόλως αμφισβητείται ότι συνιστά μία εκ των στερητικών της ελευθερίας ποινές. Περαιτέρω, η παρ. 4 του αρ. 497 ρητώς περιορίζει την ρυθμιστικής της εμβέλειας σε ποινές πρόσκαιρης καθείρξεως, εξαιρώντας με τον τρόπο αυτόν από το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ασκηθείσας εφέσεως την ισόβια κάθειρξη. Η παρ. 7 από την άλλη δεν γίνεται καμία διάκριση, όπως φαίνεται από τη χρήση του γενικού όρου «ποινή στερητική της ελευθερίας». Τέλος, η εξαίρεση της ισοβίου καθείρξεως και από την δυνατότητα υποβολής αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος επανεξετάσεως της υπόθεσης από τον δεύτερο βαθμό[2].

Συμπερασματικά, ουδόλως μπορεί να αμφισβητηθεί ότι δύναται να υποβληθεί η αίτηση του αρ. 7 και για την αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικων αποφάσεων που επέβαλαν ποινή ισοβίου καθείρξεως[3].

_______________________________________________________________

[1] Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι/Μπιτζιλέκη/Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 25, 27

[2] Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 311-312, Μαργαρίτη σε Μαργαρίτη ΚΠΔ, ό.π., σελ. 1120, Μαργαρίτη, Έφεση: αναστολή εκτέλεσης της απόφασης (άρθρο 497βπαρ. 7 ΚΠΔ) και ισόβια κάθειρξη, ΠοινΔικ 2002, 638

[3] Βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. 53/2017 ΜΟΕ Θεσ. (Αδημ.),  με την οποία έγινε δεκτή με όρους η αίτηση της κατηγορουμένης και ανεστάλη η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης του ΜΟΔ Θεσ., με την οποία της επιβλήθηκε η ποινή της ισοβίου καθείρξεως για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση

 

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *