Γέννηση τέκνου μετά από αλλαγή φύλου

Μια ματιά στη γερμανική νομολογία, με μια σύντομη αναφορά σε απόφαση του Εφετείου Βερολίνου που μας τράβηξε την προσοχή. Τρανσέξουαλ, γεννημένος γυναίκα, προχώρησε δικαστικά σε επαναπροσδιορισμό του φύλου του και αλλαγή του ονόματός του σε αρσενικό. Μεταγενέστερα, αφού σταμάτησε προσωρινά την ορμονοθεραπεία του, γέννησε τέκνο, σε σχέση με το οποίο θέλησε να καταχωρηθεί στο ληξιαρχείο ως πατέρας με το νέο του όνομα. Το αρμόδιο Πρωτοδικείο αποφάσισε αντίθετα ότι ο εν λόγω γονέας θα έπρεπε να καταχωρηθεί ως μητέρα του τέκνου με το προηγούμενο, γυναικείο, όνομά του.

Την απόφαση αυτή επικύρωσε το Εφετείο του Βερολίνου (KG, 30.10.2014 – 1 W 48/14). Το Δικαστήριο βάσισε την απόφασή του στον γερμανικό Νόμο περί διαφυλικών και διεμφυλικών ατόμων [Gesetz über die Änderung der Vornamen und die Feststellung der Geschlechtszugehörigkeit in besonderen Fällen (Transsexuellengesetz – TSG)] και συγκεκριμένα στα άρθρα 5 παρ. 3 και 11 αυτού, όπου ρητά ορίζεται ότι μια δικαστική αναγνώριση αλλαγής φύλου δεν μεταβάλλει την έννομη σχέση του ατόμου με τους ανιόντες ή τους κατιόντες του. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, στις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης βιολογικών τέκνων διεμφυλικού ή διαφυλικού ατόμου, το τελευταίο θα πρέπει να αναφέρεται με το όνομα που έφερε πριν τη δικαστική αναγνώριση του νέου «κοινωνικού» του φύλου. Την όποια καταπάτηση του δικαιώματος στην προσωπικότητα των προσώπων που αφορούν οι εν λόγω ρυθμίσεις, δικαιολογεί η ανάγκη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των τέκνων τους και της ορθής τήρησης των μητρώων προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης των πολιτών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη προσφύγει στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (BGH).

Σε υπερεθνικό επίπεδο, υποθέσεις τρανσεξουαλικών ατόμων έχουν απασχολήσει επανειλημμένως τα Ευρωπαϊκά δικαστήρια. Ήδη από τη δεκαετία του ενενήντα, και μέχρι τις αρχές της νέας χιλιετίας, τόσο το ΕΔΔΑ, όσο και το ΔΕΕ είχαν την ευκαιρία να διακηρύξουν ότι αποτελεί υποχρέωση μιας πολιτείας να εξασφαλίζει στα άτομα που υποβάλλονται σε εγχείρηση αλλαγής φύλου ότι θα αναγνωρίζονται νομικά με την νέα τους υπόσταση και θα δικαιούνται να τελέσουν γάμο με άτομο του αντίθετου (πλέον) φύλου. Σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων, άλλωστε, έχει κριθεί ότι η θεμελιώδης αρχή της ισότητας των φύλων απαγορεύει την απόλυση ενός ατόμου λόγω του επαναπροσδιορισμού του φύλου του, ενώ επιβάλλει όπως τα ηλικιακά όρια για χορήγηση σύνταξης, που ισχύουν για κάθε γυναίκα, ισχύσουν και για τις διεμφυλικές γυναίκες [*]. Οι τελευταίες διακηρύξεις κατοχυρώθηκαν μάλιστα και νομοθετικά, με την έκδοση της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Το εν λόγω νομοθέτημα ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη μέσω του Ν. 3896/2010, που στο άρθρο 3 παρ. 2β αυτού αναγάγει σε «διάκριση λόγω φύλου» και «οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση προσώπου που συνδέεται με αλλαγή φύλου». Πρόκειται για τη μόνη ρητή αναφορά σε τρανσεξουαλικούς στο ελληνικό δίκαιο, τη στιγμή που άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε., όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, διαθέτουν εδώ και πολλές δεκαετίες αυτοτελή νομοθετήματα σε σχέση με το ζήτημα [**]. Εκ των πραγμάτων, η διάταξη αφήνει αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα, όπως το πότε θεωρείται ότι έχει επέλθει αλλαγή φύλου (μόνο με εγχείριση ή και χωρίς και τότε με ποια ειδικότερα κριτήρια), ώστε να δικαιολογείται μεταβολή των ληξιαρχικών εγγραφών σε σχέση με ένα άτομο (βλ. α. 739 και 782 ΚΠολΔ), πώς επηρεάζονται οι έννομες σχέσεις με τους ανιόντες και τους κατιόντες του (βιολογικούς και από υιοθεσία) μετά τη δικαστική και διοικητική αναγνώριση της αλλαγής του φύλου του κλπ. Φρονούμε ότι ανάλογο περιστατικό, όπως αυτό της σχολιαζόμενης απόφασης, θα έβρισκε τον έλληνα Νομοθέτη, και κατά συνέπεια το δικαστή, απροετοίμαστους.

 

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.