Σχέσεις κράτους εκκλησίας: προεκλογικά και για πάντα

Ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών της 25-1-2015 και παρακινούμενοι από προεκλογικές εξαγγελίες διαφόρων κομμάτων, δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο, που περιέχει την άποψή μας σε σχέση με το πολύκροτο ζήτημα του «χωρισμού» της εκκλησίας από το κράτος. Τι θα πει αυτό, αν γίνεται και, ιδανικά, πώς. Καλή ανάγνωση.

σχέσεις κράτους εκκλησίας 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας είναι ένα ζήτημα που προβληματίζει εδώ και χρόνια, αποσιωπάται όμως συστηματικά και έρχεται στη επικαιρότητα σποραδικά μέσα από ατυχή γεγονότα (π.χ. αντιδράσεις για την απομάκρυνση του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, οικονομικά σκάνδαλα κλπ.), που μάλλον αποπροσανατολίζουν από την ουσία του πράγματος. Γίνεται έτσι λόγος για ανάγκη «χωρισμού» της εκκλησίας από το κράτος, ο οποίος όμως στην κυριολεξία του δεν είναι δυνατός και, πάντως, δεν είναι σκόπιμος. Κρίσιμο ως προς τις σχέσεις κράτους εκκλησίας παραμένει το ζήτημα της καταγραφής και φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, της καταβολής μισθών και ασφαλιστικών παροχών στους κληρικούς από τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς και το ζήτημα του Αυτοκέφαλου της εκκλησίας της Ελλάδας. Στο παρόν προτείνεται ο μεγαλύτερος έλεγχος της εκκλησίας από το κράτος και η κατάργηση αδικαιολόγητων οικονομικών προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί.

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η υφιστάμενη κατάσταση μεταξύ κράτους και εκκλησίας στην Ελλάδα σκιαγραφείται από τα παρακάτω:

Κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος, επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Το άρθρο διακηρύσσει το Αυτοκέφαλο και Αυτοδιοίκητο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το άρθρο 13 Σ κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία, την ανεξιθρησκία και την ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, με όρια τη δημόσια τάξη, τα χρηστά ήθη και την αρχή της ισότητας των πολιτών απέναντι στους νόμους. Επίσης, το άρθρο 18 παρ. 8 του Συντάγματος ορίζει το αναπαλλοτρίωτο της αγροτικής ιδιοκτησίας συγκεκριμένων Ιερών Μονών, καθώς και της εν Ελλάδι περιουσίας των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων και της Μονής του Σινά. Περαιτέρω, στο άρθρο 105 Σ προβλέπεται το Αυτοδιοίκητο και αναπαλλοτρίωτο του Αγίου Όρους υπό την κυριαρχία της Ελληνικής Πολιτείας.

Χαρακτηριστικό των δεσμών μεταξύ κράτους και εκκλησίας θεωρείται, επιπλέον, το γεγονός ότι με Συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 33 και 59 Σ) καθιερώνεται ο θρησκευτικός όρκος κατά την ανάληψη των καθηκόντων τόσο των Βουλευτών, όσο και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Άλλωστε, ο θρησκευτικός όρκος προβλέπεται ως προϋπόθεση μαρτυρίας τόσο στην πολιτική (άρθρο 408 ΚΠολΔ), όσο και στη ποινική δίκη (218 ΚΠΔ).

Ποινικά κολάσιμες πράξεις θεωρούνται αυτές του Προσηλυτισμού (Α.Ν. 1363/38 και 1672/39, όπως διατηρήθηκαν σε ισχύ μετά την εισαγωγή του Π.Κ.), η Κακόβουλη Βλασφημία και η Καθίβρυση των Θείων (198 ΠΚ),  καθώς και ειδικότερα κάθε γνωστού θρησκεύματος (199 ΠΚ), η παρακώληση και διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων (200 ΠΚ), ενώ το 374 ΠΚ ορίζει ότι αφαίρεση πραγμάτων αφιερωμένων στη θεία λατρεία από τόπο που προορίζεται γι’ αυτή συνιστά διακεκριμένη κλοπή, που δηλ. τιμωρείται βαρύτερα από την κοινή. Τέλος, το 175 ΠΚ τιμωρεί την αντιποίηση της λειτουργίας θρησκευτικού λειτουργού και το 176 ΠΚ τη χωρίς δικαίωμα χρήση περιβολής ή άλλου διακριτικού γνωρίσματος θρησκευτικού λειτουργού.

Σε σχέση με την περιουσία της ορθόδοξης εκκλησίας, αυτή αποτελείται από τα εκκλησιαστικά πράγματα, που χωρίζονται σε ιερά και σε άγια, ανάλογα με το αν εξυπηρετούν άμεσα ή έμμεσα τη θρησκευτική λατρεία. Θεωρούνται δε ως πράγματα «εκτός (ιδιωτικής) συναλλαγής» σύμφωνα με τα 966 και 971 ΑΚ. Η εκκλησία έχει όμως και σημαντική ακίνητη περιουσία, που εξυπηρετεί σκοπούς ανεξάρτητους από την ιερή αποστολή της. Αυτή συγκεντρώθηκε μεταξύ άλλων και μέσω δωρεών πιστών, από περιουσίες μοναχών που κατά το νόμο περιέρχονται στη Μονή κατά την κουρά κλπ. Πάντως, η έκταση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της εκκλησίας δεν έχει καταγραφεί με βεβαιότητα, γεγονός που οφείλεται βασικά στην πολυδαίδαλη διάρθρωση μέσα στους κόλπους της εκκλησίας και στην πληθώρα αρχών που διαχειρίζονται τα περιουσιακά της στοιχεία.

Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι τη δαπάνη της μισθοδοσίας των κληρικών έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου ο κρατικός προϋπολογισμός, ενώ το Δημόσιο έχει επίσης αναλάβει την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη του κλήρου. Παρόλα αυτά, επιμέρους νόμοι επιφυλάσσουν σημαντικά φορολογικά προνόμια στην εκκλησία, όπως ο Ν. 3220/2004 που με το άρθρο 15 αυτού κατήργησε την εισφορά που προβλεπόταν από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 536/1945 και αφορούσε το 35% των ακαθάριστων εσόδων της εκκλησίας κατ’ έτος, την οποία εισφορά η εκκλησία όφειλε στο κράτος ως αντάλλαγμα για τη μισθοδοσία των κληρικών από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μόλις δε εν μέσω οικονομικής κρίσης και Μνημονίων καταργήθηκαν ελαφρύνσεις προβλεπόμενες από τους Νόμους 2459/97 και 3296/2004, που συγκεκριμένα αφορούσαν απαλλαγή από το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας και το φόρο εισοδήματος από την εκμίσθωση των ακινήτων της εκκλησίας.

σχέσεις κράτους εκκλησίας 

ΘΕΣΗ

Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής. Στην Ελλάδα αναγνωρίζεται συνταγματικά η ανεξιθρησκία και η ελευθερία της λατρείας οποιουδήποτε δόγματος «ανεκτού», με σημείο αναφοράς τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται αδιακρίτως σε σχέση με την Χριστιανική Ορθόδοξη και τις λοιπές θρησκείες. Η απαγόρευση π.χ. της Βλασφημίας και της Αντιποίησης θρησκευτικών αξιωμάτων αναφέρεται σε όλα τα γνωστά δόγματα και όχι μόνο στην ορθόδοξη εκκλησία. Η διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία αντιμετωπίζεται πλέον ως θρησκευτική εκπαίδευση και όχι ως μύηση των μαθητών στην Ορθοδοξία. «Αντιρρησίες συνείδησης» κατά τη στράτευση του πληθυσμού, οι οποίοι σήμερα υποβάλλονται σε «εναλλακτική» θητεία/πολιτική-κοινωνική υπηρεσία (Ν.2510/1997) μπορεί να προέρχονται από κάθε θρήσκευμα. Άλλωστε, ως εναλλακτική στο θρησκευτικό έχει προβλεφθεί ο πολιτικός όρκος, ενώ έχουν ρυθμιστεί διαδικασίες πολιτικού γάμου και ονοματοδοσίας, χωρίς μεσολάβηση θρησκευτικών μυστηρίων.

Παρόλα αυτά, το ορθόδοξο δόγμα εξακολουθεί να εξυψώνεται σε «επικρατούν» από τον Συνταγματικό Νομοθέτη (άρθρο 3 Σ). Η τακτική αυτή προβληματίζει, επειδή θεωρείται ότι αντιφάσκει στο πνεύμα ανοχής που εκδηλώνει το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας και τα διεθνή πρότυπα, στις λοιπές θρησκείες. Υποστηρίζεται ότι η διατήρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος σε ισχύ οφείλεται σε μια διάθεση να αποτιθεί φόρος τιμής στην Ορθόδοξη εκκλησία για την προσφορά της στο Έθνος μας μέσα στους αιώνες. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η εν λόγω διάταξη ανακηρύσσει την Ορθοδοξία σε Επίσημη Θρησκεία των Ελλήνων, γεγονός που οφείλεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες στην πλειοψηφία τους είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι.

Παρατηρείται πάντως ότι, έστω κι αν ο λόγος ύπαρξης του άρθρου 3 Σ είναι καθαρά συμβολικός, οι δεσμοί ελληνικού κράτους και ορθόδοξης εκκλησίας είναι ιδιαίτερα στενοί, εις βάρος των λοιπών θρησκειών, αλλά κυρίως εις βάρος του Έλληνα φορολογούμενου. Οι κληρικοί αμείβονται από το κράτος, ως ένα είδος δημοσίων υπαλλήλων, ενώ η Εκκλησία παραμένει αυτοκέφαλη και αυτοδιοικούμενη. Μέχρι πρόσφατα η εκκλησία έχαιρε προκλητικών φορολογικών απαλλαγών και ελαφρύνσεων, ενώ και σήμερα εντοπίζονται διατάξεις που την ευνοούν. Τέλος, δεν φαίνεται να έχει καταγραφεί με εγκυρότητα και πληρότητα η περιουσία της εκκλησίας κινητή και ακίνητη.

Επομένως, κρίσιμος δεν είναι ο «χωρισμός» κράτους και εκκλησίας, που στην κυριολεξία του θα ενείχε τον κίνδυνο να δημιουργηθεί ένα «κράτος εν κράτει» και να ανδρωθεί ένα σώμα «πιστών» που θα αντιπολιτεύεται την πολιτεία. Η Ορθοδοξία είναι άλλωστε συνυφασμένη με την παράδοση και την ιστορία του Έλληνα, καθορίζοντας γι’ αυτόν την έννοια της πατρίδας. Αντιθέτως, λοιπόν, η πολιτεία οφείλει να ελέγχει την εκκλησία, ιδίως εφόσον την επιχορηγεί και χρηματοδοτεί.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

  • Αντιμετώπιση των εκκλησιαστικών αρχών (ενοριών, μητροπόλεων κλπ.) ως νομικά πρόσωπα υπαγόμενα σε συγκεκριμένο Υπουργείο, π.χ. το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ή σε άλλο.
  • Περιορισμός της δαιδαλώδους οργανωτικής διάρθρωσης της εκκλησίας με συγχωνεύσεις και καταργήσεις θεσμών.
  • Ένταξη της εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας στο κτηματολόγιο και καταγραφή όλων των περιουσιακών στοιχείων της εκκλησίας.
  • Φορολόγηση της εκκλησίας σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν για όλα τα νομικά πρόσωπα.
  • Έλεγχος του αριθμού των κληρικών, των μεθόδων της ιεραρχικής τους ανέλιξης, των προνομίων και των αποδοχών τους.
  • Έλεγχος των ιδρυμάτων εκκλησιαστικής εκπαίδευσης.
  • Εφόσον συνεχιστεί η καταβολή μισθών και ασφαλιστικών παροχών στους κληρικούς από τον κρατικό προϋπολογισμό, να εξεταστεί το ενδεχόμενο συνεισφοράς της εκκλησίας στις δαπάνες αυτές από την προσοδοφόρα περιουσία της.

Της Ελένης Τζούλια (Justina)

Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.