Υποχρεώσεις δικηγόρων στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος , της Κ. Κατσανδρή

Οι υποχρεώσεις των Δικηγόρων κατά τον Ν. 4557/2018 περί ξεπλύματος βρώμικου χρήματος

Της Κάτιας Κατσανδρή, Δικηγόρου, ΠΜΣ Ποινικών Επιστημών ΕΚΠΑ

Με τον νέο νόμο 4557/2018 περί ξεπλύματος, διαμορφώνεται σε ένα νέο πλαίσιο το πεδίο εφαρμογής των υπόχρεων προσώπων και περιλαμβάνεται ένα ευρύ φάσμα επαγγελματιών και επιχειρήσεων. Το ευρύ αυτό φάσμα επεκτείνεται σε δικηγόρους, συμβολαιογράφους, ελεγκτές-λογιστές και εξωτερικούς λογιστές/φοροτεχνικούς, οι οποίοι συμμετέχουν σε συγκεκριμένες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, μεσίτες ακινήτων, εμπόρους, εκπλειστηριαστές καθώς και σε επιχειρήσεις παροχής στοιχημάτων και παιγνίων.

Δύο είναι οι πιο σημαντικές υποχρεώσεις των δικηγόρων που απορρέουν από το νόμο περί ξεπλύματος και επιφέρουν ποινικές κυρώσεις και είναι οι εξής: 1) υποχρέωση υποβολής αναφοράς προς την Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κάθε ύποπτης ή ασυνήθιστης συναλλαγής για ξέπλυμα χρήματος ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και 2) απαγόρευση γνωστοποίησης πληροφοριών που αφορούν τις παραπάνω αναφορές στον εμπλεκόμενο πελάτη ή τρίτο.

Εκτός όμως από τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις στο νόμο περί ξεπλύματος προβλέπεται σωρεία άλλων υποχρεώσεων, οι οποίες αναλύονται παρακάτω. Κοινό παρονομαστή των υποχρεώσεων των συνηγόρων και συμβολαιογράφων αποτελεί η απειλή συρροής ποινικών και πειθαρχικών ποινών.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 περ. δ: «Με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών τιμωρείται ο υπάλληλος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή όποιο άλλο υπόχρεο προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών πρόσωπο παραλείπει από πρόθεση να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότητες  ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών, διοικητικών ή κανονιστικών διατάξεων και κανόνων, εφόσον για την πράξη του δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλες διατάξεις». Η εν λόγω ποινική διάταξη καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο παραλείπων την αναφορά ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο ως προς τη σύνδεση της ύποπτης ή ασυνήθους συναλλαγής με εγκληματική δραστηριότητα διότι, σε περίπτωση εν γνώσει του παράλειψης αναφοράς, θα βρίσκει εφαρμογή η διάταξη του 231 του Ποινικού Κώδικα περί υπόθαλψης εγκληματίας, ένα βαρύτερο δηλαδή έγκλημα (φυλάκιση μέχρι 3 ετών), που υπακούει στη ρήτρα της περίπτωσης  δ’ του άρθρου 39 Ν.4557/2018.

Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για την επιβολή στα υπόχρεα πρόσωπα των εν λόγω ποινών είναι η δραστηριοποίηση αυτών  να αφορά συγκεκριμένες δραστηριότητες, τις οποίες οι ίδιοι ενήργησαν για λογαριασμό των εντολέων τους  καθώς ως ορίζεται ρητώς στο άρθρο 5 περ. ε Ν.1557/2018. Επιπλέον «ως υπόχρεα πρόσωπα νοούνται τα εξής: οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι όταν συμμετέχουν, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους, σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ή συναλλαγές επί ακινήτων και όταν βοηθούν στο σχεδιασμό ή τη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με: την αγορά ή πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, καθώς και τη σύσταση χρηματικών παρακαταθηκών και προεχόντως αυτών που αφορούν εγγυοδοσίες που διατάσσονται από τη δικαστική αρχή στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, τις αναγκαίες εισφορές για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, καταπιστευμάτων (trusts), εταιρειών καταπιστευματικής διαχείρισης, επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή ανάλογων σχημάτων ή αντίστοιχων νομικών μορφωμάτων».

Η υποχρέωση υποβολής αναφοράς υπόπτων συναλλαγών στην Επιτροπή

Η υποβολή κατά το άρθρο 22 Ν.4557/2018 αναφοράς υπόπτων συναλλαγών στην Επιτροπή του άρθρου 8 αποτελεί την πλέον σημαντική νομική υποχρέωση των  δικηγόρων αλλά και των συμβολαιογράφων. Οι δικηγόροι και τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, οφείλουν να προβούν σε αναφορά των εν λόγω συναλλαγών με δική τους πρωτοβουλία στην περίπτωση που έχει περιέλθει στη γνώση τους, ή έχουν έντονες υποψίες και σοβαρές ενδείξεις ότι διαπράττεται, αποπειράται να διαπραχθεί ή διαπράχθηκε το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.

          Εξαίρεση από την παραπάνω υποχρέωση εισάγεται στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, όπου ορίζονται ρητώς τα εξής: «Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται από τους συμβολαιογράφους, τους δικηγόρους…αποκλειστικά και μόνον για τις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά την αξιολόγηση της νομικής κατάστασης του εν λόγω πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν σε δίκη ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή δίκης, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δίκη».

Η υποχρέωση παροχής στοιχείων και πληροφοριών προς τις αρμόδιες αρχές

Συγχρόνως με την προαναφερθείσα υποχρέωση, οι δικηγόροι έχουν την υποχρέωση εφοδιασμού τόσο της Επιτροπής, όσο και των άλλων αρμοδίων υπηρεσιών με χρήσιμες πληροφορίες και στοιχεία, που δύνανται να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του ξεπλύματος και στον εντοπισμό των δραστών.

Τα υπόχρεα πρόσωπα έχουν την υποχρέωση να παρέχουν αμελλητί πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο έρευνας ή ανάκρισης για δραστηριότητες οι οποίες είναι πιθανό να συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο δικηγόρος λοιπόν, καθώς και ο συμβολαιογράφος είναι δυνατό να κληθούν από τις αρχές προκειμένου να παράσχουν στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν τις συναλλαγές και τις δραστηριότητες των πελατών τους.

 Ο δικηγόρος όμως και ο συμβολαιογράφος δεν υπόκεινται στην εν λόγω υποχρέωση αν οι πληροφορίες αυτές λήφθηκαν από πελάτη τους ή σχετικά με εκείνον, κατά τη διαπίστωση της νομικής θέσεως του εντολέα τους ή σε περιπτώσεις που τον εκπροσωπούν στο πλαίσιο μίας δίκης. Ο χρόνος στον οποίον ελήφθησαν οι πληροφορίες είναι νομικά αδιάφορος, καθώς μπορεί να είναι πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά την ακροαματική διαδικασία.

Όσον αφορά τις πληροφορίες ζήτημα δημιουργείται σχετικά με το κατά όσο δικηγόρος και συμβολαιογράφος οφείλουν να καταθέσουν ως μάρτυρες, σε περίπτωση κλήτευσης τους από τις αρμόδιες αρχές που διερευνούν ή διεξάγουν ανάκριση για δραστηριότητα ή συναλλαγή του πελάτη τους, κατά την οποία τα υπόχρεα αυτά πρόσωπα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ποινική διαδικασία ακυρώνεται αν εξετάστηκαν σχετικά με τα όσα τους εμπιστεύτηκαν οι πελάτες τους, κατά το στάδιο της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας συνήγοροι και συμβολαιογράφοι. Οι δικηγόροι κρίνουν οι ίδιοι και με γνώμονα τη συνείδηση τους, το αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να καταθέσουν τα όσα έμαθαν λόγω του λειτουργήματος τους. Επιπροσθέτως, οι συνήγοροι υποχρεούνται να συνεχίσουν να τηρούν το δικηγορικό απόρρητο, ακόμα και αν απαλλάχτηκαν από την τήρηση του από τα πρόσωπα τα οποία τους εμπιστεύτηκαν. 

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 38 του κώδικα περί δικηγόρων: «Ο δικηγόρος οφείλει να τηρεί αυστηρά εχεμύθεια για όσα του εμπιστεύεται ο εντολέας του κατά την ανάθεση και εκτέλεση της εντολής ή πληροφορείται κατά τη διάρκεια του χειρισμού της».

Συνεπώς, ως προκύπτει εκ των ανωτέρω σε περίπτωσης κλητεύσεως δικηγόρου, προκειμένου να παράσχει πληροφορίες για ύποπτη ή μη συνήθη δραστηριότητα ή συναλλαγή που αφορά τον πελάτη του υπάρχει απόλυτη απαγόρευση αν όσα πρόκειται να καταθέσει αφορούν περιστατικά τα οποία του εκμυστηρεύτηκε ο εντολέας του στη μεταξύ τους σχέση, ακόμη και αν ο πελάτης του τον απήλλαξε  από την υποχρέωση του αυτή. Σε περίπτωση όμως που οι πληροφορίες δεν καλύπτονται από την παράγραφο 2 του άρθρου του Ν.4557/2018, αίρεται η υποχρέωση του για μη παροχή των πληροφοριών και ο δικηγόρος υποχρεούται να καταθέσει. Η εξαίρεση αυτή δύναται να θεωρηθεί συνταγματική μόνο στην περίπτωση που οι υπό έρευνα δραστηριότητες του πελάτη συνδέονται με την προάσπιση υπέρτερων συμφερόντων και αφορούν την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. 

Η υποχρέωση αποχής από συναλλαγές

Ο δικηγόρος, εκτός από την υποχρέωση ενημέρωσης της Επιτροπής αμελλητί για τις υποψίες του υποχρεούται επίσης να απέχει από τη διενέργεια συναλλαγών ή από τη παροχή υπηρεσιών του, η οποία είναι πιθανό να εμποδίσει την δίωξη των πελατών του.

Κατά την ίδια διάταξη ο δικηγόρος δύναται να εκτελέσει τη συναλλαγή και να παράσχει τις υπηρεσίες του, αν είναι αδύνατη η αποφυγή της διενέργειας των επίμαχων συναλλαγών ή ελλοχεύει ο κίνδυνος να εμποδιστεί η δίωξη των πελατών του. Οφείλει όμως να ενημερώσει ταυτόχρονα την Επιτροπή για την εκτέλεση της εν λόγω  συνδιαλλαγής.

Η υποχρέωση απαγόρευσης γνωστοποίησης

Με το άρθρο 27 Ν.4557/2018, επιβάλλεται στους δικηγόρους (και στα υπόχρεα πρόσωπα γενικά), η υποχρέωση της απαγόρευσης της γνωστοποίησης πληροφοριών σχετικών με αναφορές υπόπτων συναλλαγών με σκοπό την καταπολέμηση του ξεπλύματος.

Η υποχρέωση εφαρμογής μέτρων συνήθους δέουσας επιμέλειας

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 Ν.4557/2018 μέτρα δέουσας επιμέλειας πρέπει να εφαρμόζουν σε ορισμένες περιπτώσεις τα υπόχρεα πρόσωπα (εν προκειμένω οι δικηγόροι).  Ως προκύπτει εκ της ανωτέρω διατάξεως τα μέτρα συνήθους δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζει ο δικηγόρος ως υπόχρεο πρόσωπο  περιλαμβάνουν: α) την εξακρίβωση και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή σε περίπτωση που ο πελάτης ενεργεί μέσω εξουσιοδοτημένου προσώπου, το υπόχρεο πρόσωπο εξακριβώνει και επαληθεύει και την ταυτότητα του προσώπου αυτού, όπως και τα στοιχεία νομιμοποίησής του, β) την εξακρίβωση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, την επικαιροποίηση των στοιχείων και τη λήψη εύλογων μέτρων, όπως αυτά εξειδικεύονται με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, τα καταπιστεύματα ή άλλα νομικά μορφώματα λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να γίνει γνωστή η διάρθρωση του καθεστώτος ιδιοκτησίας και ελέγχου του πελάτη, γ) την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, τη συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και το σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης, δ) την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής, για να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχουν τα υπόχρεα πρόσωπα σχετικά με τον πελάτη, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και το προφίλ κινδύνου του, καθώς και, εφόσον απαιτείται, την προέλευση των κεφαλαίων, σύμφωνα με κριτήρια που μπορεί να ορίζουν οι αρμόδιες Αρχές. Επιπροσθέτως, τα υπόχρεα πρόσωπα διασφαλίζουν την τήρηση ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.

Σκέψεις

Αντί επιλόγου δέον να αναφερθούν κάποιες σκέψεις ως προς την επιβολή των προαναφερθεισών υποχρεώσεων στους δικηγόρους καθώς πλείστα ζητήματα και προβληματισμοί ανακύπτουν από την σειρά υποχρεώσεων που ορίζει τόσο ο νέος νόμος περί ξεπλύματος, όσο και οι προγενέστεροι αυτού.

Η προσθήκη των δικηγόρων στα υπόχρεα πρόσωπα του Ν.4557/2018 έρχεται σε αντίθεση με την ΕΣΔΑ,  το Σύνταγμα αλλά και τη Νομολογία των δικαστηρίων, καθώς προσβάλλουν υπέρτατα θεμελιώδη και απαραβίαστα δικαιώματα των πελατών αφού αναιρούν την εγγύηση της δίκαιης δίκης, την ελεύθερη πρόσβαση του πολίτη σε νομική πληροφόρηση, το δικαίωμα του πελάτη να διαλέξει το συνήγορο της επιλογής του όπως και την υποχρέωση του δικηγόρου να προσφέρει τις υπηρεσίες του, τηρώντας πάντα τη δεοντολογία και τις παραδόσεις του  δικηγορικού σώματος.

Η οιαδήποτε καταγγελία  του πελάτη, μέσω της εν λόγω  υποχρέωσης προσβάλλει το καθήκον επαγγελματικής εχεμύθειας και την λειτουργική ανεξαρτησία του συνηγόρου. Με τις παραπάνω ιδιαιτέρως επαχθείς ρυθμίσεις ακυρώνεται ο θεσμός του δικηγόρου και του δικηγορικού λειτουργήματος γενικότερα, θεσμοί που επί δεκαετίες έχουν καθιερώσει τον δικηγόρο ως το καταφύγιο του εκάστοτε  πολίτη-εντολέα…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.