“Η δικαιοσύνη σε κρίση, η δημοκρατία σε κίνδυνο”, άρθρο του Α. Πούλιου

Του Αναστάσιου Μ. Πούλιου

Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας

«…….ο ιδανικός δικηγόρος – και κατά προέκταση ο άξιος της αποστολής του Δικηγορικός Σύλλογος – πρέπει να συγκροτείται  από επαναστάτες κατά διαλείμματα, που από την αποστολή τους είναι, οφείλουν να μετατρέπονται σε επαναστάτες κατ’ επάγγελμα, κάθε φορά που διαπιστώνουν τη φαλκίδευση των αρχών του κράτους δικαίου ή την παραβίαση των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, κάθε φορά που βλέπουν την απονομή της Δικαιοσύνης να χωλαίνει και την εφαρμογή των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου να μη ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες.»
Ε. Κρουσταλάκη, Εισαγγελέα Αρείου Πάγου:  «Οι Δικηγόροι, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και η απονομή της Δικαιοσύνης» στο περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη» (τεύχος 6 /2005,  σελ. 1625-1630)Τις τελευταίες εβδομάδες παρακολουθούμε, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς αυτής να πρωταγωνιστούν στις καθημερινές ειδήσεις του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου, για ζητήματα με προφανή αρνητική απαξία, αλλά και κορυφαίους κυβερνητικούς παράγοντες να παρεμβαίνουν, με τρόπο απροκάλυπτο, στην εσωτερική λειτουργία της δικαστικής εξουσίας, γεγονότα και πράξεις που δεν συνάδουν με το νομικό πολιτισμό ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, αλλά ούτε και με το κύρος των λειτουργών της δικαιοσύνης.Στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε ο Πρωθυπουργός, ως είθισται, στα ΜΜΕ, κατά την επίσκεψή του στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, δε δίστασε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, να δηλώσει ότι η αναμενόμενη κρίση του ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας, του Συμβουλίου της Επικρατείας, σχετικά με τη συνταγματικότητα ή μη του Ν 4367./2016 για τις τηλεοπτικές άδειες, θα είναι σίγουρα θετική για τις επιλογές της κυβέρνησης και, μάλιστα, επί λέξει, δήλωσε: «Δε δίνω ούτε μία πιθανότητα για το αντίθετο», προκαταλαμβάνοντας και, κατ΄ ουσίαν, παρεμβαίνοντας, δημόσια κι απροκάλυπτα, στο έργο του ανώτατου Δικαστηρίου.Πρόσφατα, επίσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Νίκος Παρασκευόπουλος, άσκησε έφεση κατά καταδικαστικής απόφασης πειθαρχικού δικαστικού Συμβουλίου σε βάρος εισαγγελικού λειτουργού (το αδίκημα, μάλιστα, δεν αφορούσε σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του Εισαγγελέα, η οποία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δικαιολογήσει το ενδιαφέρον της Πολιτείας, αλλά σε προσβολή, κατά το κατηγορητήριο, της Προέδρου του Αρείου Πάγου), επιδιώκοντας τη βαρύτερη τιμωρία του, έφεση η οποία και έγινε δεκτή, με αποτέλεσμα την έκπτωση του πειθαρχικά καταδικασθέντος από τη θέση Προϊσταμένου, στην οποία ο συγκεκριμένος λειτουργός είχε εκλεγεί στο παρελθόν και επανεκλεγεί μερικές ημέρες νωρίτερα.

Περαιτέρω, το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, οι επιλεγέντες από την παρούσα κυβέρνηση Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων, Συμβουλίου της Επικρατείας κ. Νίκος Σακελαρίου, Αρείου Πάγου κ. Βασιλική Θάνου και Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, αποδεχόμενοι σχετική πρόσκλησή του, συναντούνται με τον Πρωθυπουργό (ο οποίος, σημειωτέον, αρνείται, μέχρι σήμερα, να συναντήσει τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των δικαστών, οι οποίοι του το έχουν ζητήσει, επισήμως, ήδη από τον περασμένο Απρίλιο) και εμφανίζονται, ως συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των συναδέλφων τους, ερήμην των πραγματικά καθ΄ ύλην αρμοδίων, συνδικαλιστικών τους οργανώσεων, να διαπραγματεύονται με την εκτελεστική εξουσία και να εισπράττουν υποσχέσεις ευμενούς μισθολογικής μεταχείρισης από τον Πρωθυπουργό.

Έτι περαιτέρω, στις 30 Σεπτεμβρίου, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, επικαλούμενος το “κλίμα που επιχειρείται να διαμορφωθεί με δημόσιες τοποθετήσεις κι εκδηλώσεις”, ματαιώνει επ΄ αόριστον την εκδίκαση σημαντικής εκκρεμούς υπόθεσης, της κρίσης, δηλαδή, περί της συνταγματικότητας ή μη του Ν 4367/2016 για τις τηλεοπτικές άδειες, την οποία εκείνος θ’ αποφασίσει πότε θα επαναφέρει προς εκδίκαση, όταν κι εάν εκείνος το κρίνει! Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι μόνον ότι έτσι προσβάλλει, κατά τρόπο αδιανόητο, το ίδιο το κορυφαίο δικαστήριο της χώρας και τους υπηρετούντες σε αυτό δικαστές, τους οποίους, μάλιστα, δε δίστασε να παρουσιάσει, δημοσίως, ως υποκείμενους σε προσπάθειες χειραγώγησης.

Το πρόβλημα είναι, πρωτίστως, ότι η ενέργειά του αυτή συνιστά, εν ολίγοις, αρνησιδικία, η οποία αιτιολογείται, μπροστά στις κάμερες, από μια πρωτοφανή θεωρία για τα δικαστήρια και τη Δικαιοσύνη, άγνωστη και παντελώς ασύμβατη με τις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες, η οποία οδηγεί σε μία επικίνδυνη εκδοχή σύγχρονων λαϊκών δικαστηρίων, σύμφωνα με την οποία οι δικαστές οφείλουν να είναι «αφουγκραστές» και -κατά αναγκαία λογική ακολουθία- εκφραστές της εικαζόμενης από τους ίδιους λαϊκής βούλησης, ασχέτως του ότι, εκ της ιδιότητάς τους αλλά και εκ του ιδίου του Συντάγματος και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, δεν έχουν καμιά σχετική αρμοδιότητα.

Αλίμονο εάν οι δικαστές, οποιαδήποτε βαθμίδας, δίκαζαν με βάση την περιρρέουσα, εκτιμώμενη από τους ίδιους, ατμόσφαιρα και όχι το δίκαιο το οποίο έχουν ορκιστεί να υπηρετούν. Όλα αυτά δεν αποτελούν, απλώς, προσωπικές απόψεις, αλλά, δια της προεδρικής επιβολής, διαμορφώνουν, στην πράξη, μία απίστευτη και δικαιϊκά στρεβλή κατάσταση: το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας απέχει από την εκδίκαση υποθέσεων (μιας συγκεκριμένης σήμερα, άλλων ενδεχομένως αύριο, κατά την ανεξέλεγκτη διάθεση του Προέδρου του), για λόγους που δε σχετίζονται ούτε με την εσωτερική του οργάνωση και τις πρακτικές ανάγκες της λειτουργίας του, ούτε με τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου ή της δικονομίας. Δηλαδή, απέχει από την επιτέλεση του, θεμελιώδους για ευνομούμενο κράτος, ρόλου του, την απονομή της δικαιοσύνης, για λόγους καθαρά εξωθεσμικούς, τους οποίους, μάλιστα, χρήζει, αυθαιρέτως, ως υπέρτερους και ικανούς να αποτελέσουν, τελικά, βάση δικανικής κρίσης (!!!)

Τα φαινόμενα αυτά καθιστούν, πλέον, σαφές ότι το διακύβευμα που τίθεται δεν είναι, απλά, η ορθή απονομή του δικαίου αλλά αυτή καθαυτή η λειτουργία της Δικαιοσύνης, η υπεράσπιση του κράτους δικαίου και, εν τέλει, η υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα μας.
Αυτό, άλλωστε, καταδεικνύει, δυστυχώς,  και η πρόσφατη σύσταση και συγκρότηση από την κυβέρνηση “Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος”, ερήμην της Βουλής, θεσμικά μοναδικής αρμόδιας, αλλά και ερήμην ουσιαστικά των Ελλήνων νομικών, κάτι που, επίσης, αποτελεί ανεπίτρεπτη θεσμική υποχώρηση στον λαϊκισμό, αντίθετη προς βασικές αρχές του ίδιου του συνταγματικού χάρτη.

Η κρίση, η οποία διατρέχει πια, οριζόντια και κάθετα, την ελληνική κοινωνία, φαίνεται πως έχει αρχίσει να διαπερνά και τον ευαίσθητο χώρο της δικαιοσύνης και των λειτουργών της, μια κρίση που απειλεί τους θεσμούς αυτής της χώρας και τον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας. Η οργή και οι κραυγές που επιλέχθηκαν, από κάποιους, να υποκαταστήσουν τον πολιτικό λόγο και την πολιτική πρόταση δεν είναι προφανώς η λύση.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, ούτε η σιωπή. Η επαγρύπνηση όλων είναι απαραίτητη προκειμένου να επισημαίνονται άμεσα οι παρεκτροπές. Κανείς δεν πρέπει να μένει άπραγος, όταν η δημοκρατία κινδυνεύει και, εν προκειμένω, η δημοκρατία μας διαφαίνεται, πλέον, πως κινδυνεύει και, μάλιστα, όχι από δήθεν πατριώτες εθνοσωτήρες άλλων εποχών, αλλά από φοβισμένους λειτουργούς που πρόθυμα απεκδύονται του ρόλου και των ευθυνών τους μπροστά σε πρόσκαιρα οφέλη και υποσχόμενες θέσεις, αδύναμοι να αντισταθούν στα κελεύσματα της πολιτικής εξουσίας που, κάθε φορά, επιχειρεί τους σκοπούς της, αγιάζοντας τα μέσα που μετέρχεται.

Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.