Ο σεξουαλικός προσανατολισμός ως αντικείμενο απόδειξης

Η σημερινή ανάρτηση αφιερώνεται σε μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από τα τέλη του προηγούμενου έτους (2-12-2014), που μας κίνησε το ενδιαφέρον. Η απόφαση αφορά τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-148 έως C-150/13, σχετικά με την απόρριψη από τις αρμόδιες Ολλανδικές αρχές αιτημάτων χορήγησης ασύλου από υπηκόους τρίτων χωρών, βασισμένων κατά κύριο λόγο στο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων.

Συγκεκριμένα, οι Α, Β και Γ υπέβαλλαν αιτήσεις χορήγησης ασύλου στις αρμόδιες Ολλανδικές Αρχές, επικαλούμενοι φόβο δίωξης στις χώρες καταγωγής τους, λόγω μεταξύ άλλων και της ομοφυλοφιλίας τους. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν ως αόριστες και αναξιόπιστες. Πιο αναλυτικά, ο Α είχε δηλώσει διατεθειμένος να υποβληθεί σε τεστ ή και να προβεί σε ομοφυλοφιλική πράξη για να αποδείξει την ομοφυλοφιλία του, παρόλα αυτά η αρμόδια Αρχή θεώρησε τέτοιου είδους αποδεικτικά μέσα αλυσιτελή, αφού μπορούν μεν να αποδείξουν την τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, όχι όμως και τον προβαλλόμενο σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο Β όφειλε κατά τους αρμοδίους να έχει περιγράψει λεπτομερέστερα τον συναισθηματικό του κόσμο και τον ψυχισμό του σε σχέση με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ο Γ, τέλος, είχε υποβάλει ήδη μια φορά αίτηση χορήγησης ασύλου, που απορρίφθηκε, πριν αποφασίσει να επικαλεστεί την ομοφυλοφιλία του και το φόβο δίωξης εξ αυτού του λόγου στη χώρα καταγωγής του. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του προσκόμισε μάλιστα και βίντεο με συνευρέσεις με άτομο του ίδιου φύλου. Παρόλα αυτά, η αίτησή του δεν ευδοκίμησε, καθότι οι αρμόδιοι θεώρησαν ότι δεν παρείχε επαρκείς διευκρινίσεις ως προς τη συνειδητοποίηση των ομοφυλοφιλικών του τάσεων, τις οποίες άλλωστε θα έπρεπε να έχει επικαλεστεί ήδη με την πρώτη αίτησή του.

Από την πλευρά τους οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι η εξακρίβωση του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός ατόμου είναι αντικειμενικά αδύνατη και, επομένως, η σχετική δήλωση κατά τη διαδικασία χορήγησης ασύλου θα έπρεπε να επαρκεί. Κάθε είδους διερευνητικές ερωτήσεις, άλλωστε, μπορεί να προσβάλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ιδιωτικότητα και την ψυχική και ηθική υπόσταση των εξεταζόμενων, λόγω και της κουλτούρας τους και των θρησκευτικών τους αντιλήψεων. Το θέμα τελικά έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο στα πλαίσια προδικαστικής παραπομπής κλήθηκε να διευκρινίσει, αν υφίστανται περιορισμοί και τι είδους κατά τον έλεγχο της αξιοπιστίας της παραπάνω δήλωσης.

Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι πράγματι υπάρχουν στενά όρια ως προς τη διερεύνηση του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός αιτούντα άσυλο. Η υποβολή διερευνητικών ερωτήσεων σχετικά με σεξουαλικές πρακτικές αντιτίθεται στο άρθρο 7 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης απαράδεκτη κρίθηκε η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων με τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, όπως π.χ. βιντεοσκοπημένων συνευρέσεων, ή η υποβολή σε σχετικό τεστ. Ομοίως, απαράδεκτη θεωρήθηκε η απόρριψη αίτησης για χορήγηση ασύλου, επειδή ο αιτών δεν επικαλέστηκε την ομοφυλοφιλία του ήδη σε προηγούμενη αίτησή του.

Μελετώντας την απόφαση, η οποία βέβαια σε σχέση με την απάντηση του υποβεβλημένου ερωτήματος είναι ορθή, μείναμε να αναρωτιόμαστε σε σχέση με την ουσία του προβλήματος. Σε προηγούμενο ποστ μας έχουμε αναπτύξει ότι η ομοφυλοφιλία διώκεται και τιμωρείται σε πολλά κράτη του κόσμου. Τα περισσότερα μάλιστα από αυτά είναι αναπτυσσόμενα ή/και πλήττονται από εμφύλιες συγκρούσεις και πολέμους. Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τα αιτήματα για χορήγηση ασύλου από άτομα προερχόμενα από τις χώρες αυτές, που όμως στηρίζονται κυρίως στο φόβο δίωξης λόγω της σεξουαλικής τους ταυτότητας; Πώς δηλ. μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να καταντήσει η επίκληση της ομοφυλοφιλίας ένα αποτελεσματικό πρόσχημα για χορήγηση ασύλου και, παράλληλα, να μην διακινδυνεύσει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια των αιτούντων μέσω μιας ενδελεχούς «έρευνας» της αξιοπιστίας των ισχυρισμών τους; Πρέπει να αρκεί απλά η υποβολή του ισχυρισμού περί ομοφυλοφιλίας, χωρίς να δικαιούνται οι αρμόδιες αρχές να εξετάσουν την αλήθεια αυτού; Κι αν όχι, πού τίθενται τα όρια της εξουσίας των αρμοδίων για διαλεύκανση της υπόθεσης;

Σχετικά θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής:

Οι αιτούντες άσυλο πρέπει να αποδεικνύουν ότι αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο δίωξης στη χώρα τους, επειδή ανήκουν σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα κατά την έννοια του άρθρου 10 παρ. 1δ της Οδηγίας 2004/83, και μάλιστα κατά τρόπο ευλογοφανή, χωρίς λογικά κενά και ασυνέπειες. Ότι ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα δύναται να είναι μια ομάδα της οποίας τα μέλη έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό έναν γενετήσιο προσανατολισμό, διευκρινίστηκε από το ΔΕΕ ήδη με την απόφασή του στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑199/12 έως C‑201/12. Επομένως, εφόσον ένα πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει άσυλο επικαλούμενο φόβο δίωξης στο κράτος προέλευσής του λόγω της σεξουαλικής του ταυτότητας, το ζήτημα είναι αν, οι αρχές που θα εξετάσουν την αίτησή του αυτή, θα πρέπει να ερευνήσουν τον ισχυρισμό περί ομοφυλοφιλίας ή αυτόν περί “φόβου δίωξης”. Οπως παραδέχτηκε το ΔΕΕ στη σχολιαζόμενη απόφαση, θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτό στην τιμή, την αξιοπρέπεια, την ιδιωτικότητα κλπ., αποκλείουν τη διερεύνηση της σεξουαλικότητας με οποιοδήποτε τρόπο, που ούτως ή άλλως είναι δυσαπόδεικτη. Οι αρμόδιοι οφείλουν αντιθέτως να διαλευκάνουν αν ο αιτών απειλείται με δίωξη στη χώρα προέλευσής του.
Έναν ορισμό της έννοιας της “δίωξης” δίνει το άρθρο 9 της Οδηγίας 2004/83, όπου αναφέρονται περιπτωσιολογικά διάφορες πιθανές εκφάνσεις αυτής. Πέρα από την τυποποιημένη ποινικά δίωξη, στο άρθρο αναφέρεται και η άσκηση σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής βίας. Το ερώτημα είναι αν η εν λόγω περίπτωση αναφέρεται μόνο στην άσκηση βίας από τις αρχές ή αφορά και αυτή που προέρχεται από ιδιώτες και καταπατά δικαιώματα άλλα από αυτό της προσωπικής ελευθερίας και της υγείας. Θεωρείται με άλλα λόγια “δίωξη” που δικαιολογεί τη χορήγηση ασύλου η διακινδύνευση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή, στην ισονομία, την ελευθερία του λόγου, στην εργασία και την εκπαίδευση;

Όπως προκύπτει ενδεικτικά από την απόφαση του ΔΕΕ C-71/11, η οποία αφορούσε τη δίωξη λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων στο κράτος προέλευσης του αιτούντος άσυλο, η δίωξη θα πρέπει να προέρχεται από τους φορείς που αναφέρει το άρθρο 6 της Οδηγίας 2004/83, δηλ. και από μη κρατικούς φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι δυνάμεις που έχουν την κυβερνητική εξουσία, καθώς και διεθνείς οργανισμοί, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης.

Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι οι αρμόδιες για τη χορήγηση ασύλου αρχές στα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν σε κάθε περίπτωση ευρεία διακριτική ευχέρεια σε σχέση με αιτήσεις που στηρίζονται σε φόβο δίωξης λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Πλην όμως, οφείλουν να την εξασκούν προς την ορθή κατεύθυνση. Ζητούμενο είναι να αποδειχθεί ο φόβος δίωξης στη χώρα προέλευσης και όχι η σεξουαλική ταυτότητα του αιτούντος.

Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *