ΕιρΑμαρ 7/2020: ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω ανατοκισμού εισφοράς Ν. 128/75
ΕιρΑμαρ 7/2020: ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω ανατοκισμού εισφοράς Ν. 128/75
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (1η δημοσίευση justina.gr)
“Από τη διάταξη του άρθρου 8 § 6 του Ν. 1083/1980 «περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων», προκύπτει ότι η Νομισματική Επιτροπή με αποφάσεις της δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλομένων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση αυτή τη νομοθετική εξουσιοδότηση, εκδόθηκε η 289/30-10-1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έχει ισχύ νόμου (βλ. άρθρο 8 § 6 Ν. 1083/1980), με την οποία ορίσθηκε ότι «ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας τράπεζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων, δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οιουδήποτε χρονικού ή άλλου περιορισμού», ενώ στο εδάφιο β’ της ίδιας αποφάσεως αναφέρεται ότι ο λόγος εκδόσεως της είναι η αναγκαιότητα του εκτοκισμού των καθυστερούμενων τόκων αμέσως μόλις καταστούν απαιτητοί για την κάλυψη του αντίστοιχου εκτοκισμού των τόκων που οφείλουν οι τράπεζες στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους. Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε εξαίρεση, για τις τραπεζικές συναλλαγές, ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ και 110 και 111 § 2 ΕισΝΑΚ. Κατά την έννοια δε της αποφάσεως αυτής της Νομισματικής Επιτροπής, ο κατ’ εξαίρεση από τους περιορισμούς του ανατοκισμού «εκτοκισμός των εν καθυστερήσει τόκων» επιτρέπεται μόνο με την προϋπόθεση ότι τούτο έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, εφόσον δηλαδή ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί με την πιστωτική σύμβαση, τον δυσμενή γι’ αυτόν όρο για τον κατά τον παραπάνω τρόπο ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων (ΟλΑΠ 8, 9/1998 ΔΕΕ 1998.177 επ.). Το νομοθετικό αυτό καθεστώς έπαψε πλέον να ισχύει για τις νέες (μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου) τραπεζικές συμβάσεις (άρθρο 12 Ν. 2601/1998). Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή που θεσπίστηκε με την κυρωθείσα με νόμο απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, παρεχόταν στις Τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτού κανόνα δικαίου που έθετε η διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή, κατά τον χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως τους (βλ. για έννοια εκτοκισμού ΑΠ 1355/1988 ΕλλΔνη 1999.287 (290), ΠολΠΑΘ 1443/2002 ΝοΒ 2003.683 (686)). Περαιτέρω, ο κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 8 περ. 6 του Ν. 1083/1980 και της αποφάσεως 289/1980 της Νομισματικής Επιτροπής ιδιαίτερος τρόπος ανατοκισμού των απαιτήσεων των Τραπεζών εξακολουθεί να διέπει αυτές και μετά τον εξοπλισμό τους με δικαστική απόφαση ή άλλο εκτελεστό τίτλο, καθόσον και μετά τούτο οι οφειλόμενοι για την κύρια απαίτηση τόκοι εξακολουθούν να έχουν το χαρακτήρα «οφειλομένων σε πιστωτικά ιδρύματα τόκων», όπως ορίζει το άρθρο 8 § 6 του Ν. 1083/1980 και η προαναφερθείσα απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής (ΑΠ 1782/2002 ΕλλΔνη 2002.1430). Από τις παραπάνω ρητές διατάξεις του προϊσχύοντος και του υφισταμένου νομοθετικού καθεστώτος, επιτρεπτός είναι ο ανατοκισμός καθυστερούμενων τόκων και μόνον. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ανατοκισμός φόρων, εισφορών, προμηθειών και εξόδων. Κάθε αντίθετη σύμβαση είναι ευθέως αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις, σε κάθε δε περίπτωση ελέγχεται μέσω των διατάξεων 174, 178, 179 ΑΚ. Ακόμη και με τελεολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων το συμπέρασμα είναι ίδιο, αφού ενόψει του ότι η απόφαση της Νομισματικής επιτροπής θεσπίζει εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται στενά (ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρΑΘ 7607/2007, ΜΠρΑθ 2461/2009, 7630/2006, ΠΠρΓρεβ 20,2/2017, ΜΠρΛαμ 10/2017, ΜΠρΓυθ 35/2017, ΜΠρΘεσσαλ 14060/2017, 10002/2016, 1989/2016, ΜΠρΛαρ 31/2016, ΕιρΧαν 44/2017, ΕιρΣερ 21/2014 ΤΝΠ Νόμος).
Από την επισκόπηση δε της ένδικης σύμβασης και την από 4-9-2003 πρόσθετη πράξη αυτής και τα συνημμένα στην αίτηση προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ης με την κίνηση του εξυπηρετούντος την ως άνω σύμβαση λογαριασμού σε συνδυασμό με τις προτάσεις της καθ’ης, προκύπτει ότι η εισφορά του ν. 128/75 ανατοκιζόταν παράνομα κάθε μήνα σε βάρος του ανακόπτοντος με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του λογαριασμού του με παράνομες χρεώσεις υπέρμετρων τόκων, ενσωματωθέντων στο διατασσόμενο να πληρωθεί κεφάλαιο (βλ. και άρθρο 2 παρ.6 ν. 2251/1994 όπως ισχύει). Ειδικότερα, κατά τα προαναφερόμενα, το ποσό της μετακύλισης της εισφοράς του Ν. 128/1975 προστιθέμενο στους τόκους ανατοκιζόταν περιοδικά μαζί με αυτούς, γινόταν δηλαδή ανατοκισμός φόρου χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, γεγονός που επιβάρυνε τον ανακόπτοντα με τόκους υπεράνω των νομίμων. Επομένως, ως προς το ποσό της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, για το οποίο εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, δεν προκύπτει από τα αντίγραφα της κίνησης του λογαριασμού το σύνολο της οφειλής, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στο λογαριασμό ποσών ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/1975. Η ακυρότητα δε των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαιτήσεως, αφού στα προσκομισθέντα από την καθ’ης αντίγραφα ηλεκτρονικής κίνησης των τηρούμενων λογαριασμών, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης σε έκαστο λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ ης (ΕφΛαμ 124/2007 ο.π). Κατ’ ακολουθίαν ο κρινόμενος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων ανακοπής, με συνέπεια η απαίτηση της καθ’ ης να κρίνεται πλέον μη απαιτητή ως ανεκκαθάριστη κατ’ άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. χχχχ/2019 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου και να καταδικαστεί η καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος λόγω της ήττας της (άρθρα 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.”