Περί “Brexit” & άλλων δαιμονίων: Πώς αποχωρεί ένα κράτος από την ΕΕ;
Έχουμε αφιερώσει ήδη μια ανάρτηση στο επικείμενο δημοψήφισμα της Μεγάλης Βρετανίας, για την παραμονή ή την έξοδο αυτής από την ΕΕ. Σήμερα, λιγότερο από 100 ημέρες πριν τη διεξαγωγή του, επανερχόμαστε στο θέμα, το οποίο ούτως ή άλλως συζητείται καθημερινά σε διεθνές επίπεδο και θεωρείται κρίσιμο για το μέλλον, όχι μόνο της Μ. Βρετανίας, αλλά και ολόκληρης της Ενωμένης Ευρώπης. Εύλογα μας απασχολεί το ερώτημα: πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα Brexit; Ποια η νομική βάση για την αποχώρηση κράτους μέλους από την ΕΕ και τι προϋποθέσεις και διαδικασία προβλέπει αυτή; Ποιες οι συνέπειες της αποχώρησης για την Ένωση, τα εναπομείναντα κράτη μέλη και αυτό το ίδιο που αποχώρησε; Και ποιες θα είναι οι μελλοντικές σχέσεις των δύο οντοτήτων (αποχωρήσαντος κράτους και Ένωσης), αφού ολοκληρωθεί η αποχώρηση;
Απαντήσεις θα μπορέσετε να βρείτε στις παρακάτω εμπεριστατωμένες αναλύσεις στα αγγλικά:
Σημειώνεται ότι η συνθήκη της Λισσαβόνας προβλέπει στο άρθρο 50 τα εξής:
1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.
2. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218,παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
3. Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.
4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το αποχωρούν κράτος μέλος δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν. Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου238,παράγραφος 3, στοιχείο β), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Εάν το κράτος που αποχώρησε από την Ένωση ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, η αίτησή αυτή υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 49.