Οι ελαφρυντικές περιστάσεις κατά τη διάταξη του άρθρου 84 του νέου Ποινικού Κώδικα

Της Κάτιας Κατσανδρή, Δικηγόρου ΠΜΣ Ποινικών Επιστημών ΕΚΠΑ κατεύθυνση Εγκληματολογία & Αντεγκληματική Πολιτική

Η πρόσφατη και πολυσυζητημένη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, περιλαμβάνει πληθώρα ευνοϊκότερων διατάξεων για τον κατηγορούμενο. Οι τροποποιήσεις στη διάταξη του άρθρου 84 δεν ήταν τόσο βαθιές όσο σε άλλες διατάξεις ή όσο αναμενόταν αλλά κρίνονται ιδιαιτέρως σημαντικές αλλά και καινοτόμες για τα Ελληνικά δεδομένα.

Η διάταξη του άρθρου 84 του Ποινικού Κώδικα, που ορίζει τις ελαφρυντικές περιστάσεις ακολουθεί κατ’ αρχήν την ρύθμιση της προγενέστερης της διατάξεως, εντασσόμενων δύο ιδιαιτέρως ουσιωδών τροποποιήσεων, οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες για την προστασία της αρχής της ασφάλειας δικαίου, εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την προσπάθεια ερμηνείας του εν λόγω άρθρου.

 Την ισχύουσα μορφή της ως άνω διάταξης καθώς και τους όρους για την αναγνώριση αυτής για τον καταδικασθέντα ερμήνευσε για πρώτη φορά ο  ‘Άρειος Πάγος με την υπ. αριθμ. 1466/2019 απόφαση του. Η εν λόγω απόφαση ήταν η πρώτη που ερμήνευσε την τροποποίηση του «έντιμου βίου» σε «σύννομο βίο».

Συγκεκριμένα:

Στην περίπτωση α’ της δεύτερης παραγράφου της διάταξης του άρθρου 84 του νέου Ποινικού Κώδικα ο όρος «έντιμη ζωή» αντικαθίσταται από τον όρο «σύννομα». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως τυχόν προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου για ελαφρύ πλημμέλημα δεν του στερεί το δικαίωμα του στην απόκτηση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης. Η με την πάροδο των ετών πλούσια νομολογία του ΑΠ, που είχε διαμορφωθεί, για τον έντιμο βίο, σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις αναγνώριζε το εν λόγω ελαφρυντικό, κάτι το οποίο τείνει να διορθωθεί με την ισχύουσα διάταξη.

Στο κράτος δικαίου έκαστος πολίτης δύναται να διάγει τον βίο που επιθυμεί, εφόσον βέβαια δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Η νέα διάταξη είναι εμφανώς ευμενέστερη της προηγούμενης η οποία όριζε, με έναν ιδιαίτερα γενικευμένο τρόπο, ότι η ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στην έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Με την ισχύουσα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθώς υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της «νόμιμης» ζωής, έναντι του απροσδιορίστου κριτηρίου της «έντιμης ζωής», που απαιτούνταν από την προηγούμενη διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατ’ άρθρον 9 παρ. 1 εδ. Β’ «απαραβίαστη» αρχή του Συντάγματος, προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου και κατά την άποψη της γράφουσας δημιουργείται μία καλή ευκαιρία ως προς τις ερμηνείες «να το πάρουμε από την αρχή, να μηδενίσουμε. Πλέον δύναται να τεθούν άλλα όρια και βάσεις στα κριτήρια που απαιτούνταν από την προϊσχύουσα διάταξη.

Η κα Κάτια Κατσανδρή

Μοναδικό κριτήριο για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει στο παρελθόν αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 178 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 Η περίπτωση β’ της ιδίας παραγράφου, ήτοι ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, καθώς και η περίπτωση γ’, η οποία αφορά την ώθηση του κατηγορουμένου στην καταλογισθείσα σε αυτόν πράξη εξαιτίας ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος ή ώθησης αυτού εξ’ οργής ή βίαιης θλίψης που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, παραμένουν ως έχουν.

Όμοια παραμένει και η ελαφρυντική περίπτωση δ’ της εν λόγω παραγράφου και συγκεκριμένα η περίπτωση που αναφέρει ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης που αφορά την έμπρακτη μετάνοια, απαιτείται η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνον να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται έμπρακτα, ήτοι να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι ο καταδικασθής μεταμέλησε και για τον παραπάνω λόγο επιχείρησε με ειλικρίνεια και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης (ΑΠ 1165/2016).

Σημαντική όμως διαφοροποίηση παρατηρείται στην περίπτωση ε’ με την προσθήκη της φράσεως «ακόμα και κατά την κράτηση του», όπου πλέον ο καταδικασθής και εκτίων ποινή, δύναται να ασκήσει το δικαίωμα του ακόμη και αν κατά το επίμαχο διάστημα της κρατήσεως του επέδειξε συμπεριφορά που καταδεικνύει τη σωφροσύνη του και τη μεταστροφή του από την εγκληματική δράση στο σύννομο βίο. Η υπό εξέταση νέα διάταξη που αφορά την ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη είναι επίσης ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύουσας, καθότι η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντικό, ακόμη και όταν ο τελευταίος υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής.

Αξιοσημείωτη είναι και η προσθήκη της τρίτης παραγράφου στην οποία ορίζεται πως ως ελαφρυντική περίσταση εκτιμάται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου. Εκ του ορισμού της διατάξεως γίνεται αντιληπτό πως για την αποδοχή της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης της βραδείας ποινικής διαδικασίας σε καμία περίπτωση δεν δύναται αυτή να γίνει αποδεκτή αν αυτή οφείλεται σε λόγο που αφορά το πρόσωπο του κατηγορουμένου. Με το ελαφρυντικό του «εύλογου χρόνου» ο κατηγορούμενος δύναται να λάβει μειωμένη ποινή και μόνο εκ του γεγονότος καθυστέρησης διεξαγωγής της δίκης. Άξιο αναφοράς είναι πως για πρώτη φορά ο καταδικασθής δύναται να λάβει μειωμένη ποινή εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων και όχι λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων που αφορούν το ίδιο το πρόσωπο αυτού, όπως τα κίνητρα του, τις ενέργειες του και τη συμπεριφορά του μετά τη τέλεση της πράξης.

Επιπροσθέτως δέον να αναφερθεί πως στη διάταξη του άρθρου 85  του ποινικού κώδικα γίνεται ιδιαίτερη μνεία για την περίπτωση συρροής ελαφρυντικών περιστάσεων και συγκεκριμένα ως ορίζεται ρητώς εκ του γράμματος του νόμου: «Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης ποινής». Η συγκεκριμένη τροποποίηση αποτελεί σταθμό και έναυσμα αναλύσεως τόσο του πλαισίου όσο και των επεκτεινόμενων ορίων των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισονομίας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Τέλος, η  επιπλέον αυτή μείωση της ποινής κρίθηκε σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση απολύτως αναγκαία για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.