Έκδοση/επίδοση διαταγής πληρωμής ενώ εκκρεμεί διαδικασία υπαγωγής στον Ν. 3869/2010
Κατά πόσον πάσχει ακυρότητας η διαταγή πληρωμής που εκδίδεται κατά οφειλέτη, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει υποβάλει αίτηση υπαγωγής στον Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ζητώντας τη δικαστική ρύθμιση της οφειλής που επιδικάζει η διαταγή πληρωμής; Συνιστά η ίδια η έκδοση της διαταγής πληρωμής επιθετική πράξη εμπίπτουσα στην έννοια των “καταδιωκτικών μέτρων”, που κατά τον παραπάνω νόμο αναστέλλονται μέχρι την ημερομηνία επικύρωσης προδικαστικού συμβιβασμού/συζήτησης προσωρινής διαταγής και σε κάθε περίπτωση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως εφόσον επιβληθεί τούτο με την προσωρινή διαταγή του Ειρηνοδικείου; Η παρακάτω απόφαση πραγματεύεται το ζήτημα, αναφερόμενη στις δύο απόψεις που έχουν υποστηριχθεί σχετικά στη νομολογία και στα βασικά τους επιχειρήματα. Αφενός, σε εκείνη που αντιμετωπίζει ήδη την έκδοση διαταγής πληρωμής ως επιθετική πράξη που απαγορεύεται από τον Ν. 3869/2010 με τους παραπάνω όρους, αφετέρου σε εκείνη που θέλει τη διαταγή πληρωμής να έχει επιδοθεί, ώστε να στοιχειοθετηθεί, όχι πια ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου, αλλά της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του υπερχρεωμένου οφειλέτη.
ΜΠρΛαμ 11/2015 (απόσπασμα, πηγή Nomos)
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ` αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011, ΠΠρΠατ 104/2014). Το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009, ΕφΛαμ 159/2011).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς δυο μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας τους. Δεν εμπίπτει, ωστόσο, στην ως άνω απαγόρευση (αναστολή καταδιωκτικών μέτρων), όπως ισχύει και στην περίπτωση της πτώχευσης, η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ` εαυτής της διαταγής πληρωμής, καθόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, όπως η έγερση αγωγής, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης τόσο αυτές όσο και η περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά προδικασία αυτής, ενώ αντιθέτως αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ` αρθρ. 924 εδ. 1 (ΕφΘεσ 2230/2008 ΕπισκΕμπΔ 2009.160, ΠολΠρωτΑθ 4630/1974 ΝοΒ 23.778, ΜονΠρωτΠειρ 1.084/2011 [Ασφ. Μέτρων] ΔΕΕ 2011.572). Υποστηρίζεται βεβαίως τόσο από τη θεωρία αλλά και τη Νομολογία η άποψη ότι η αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων καταλαμβάνει ακόμη και αυτή καθ` εαυτή την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΠΠρθεσ 20657/2011, ΜΠρΘεσ 15.240/2011, ΜΠρΚοζ 1778/2009, ΜΠρΠατρ 3054/2010), καθόσον με την επίδοση της σε δύο φάσεις και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 632 αρ. 2 ΚΠολΔ. είναι δυνατό να δημιουργηθεί δεδικασμένο ως προς την απαίτηση. Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, της ως άνω άποψης δεν αφορά αυτή καθ` εαυτή την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, αλλά εδράζεται στα αποτελέσματα από την (ενδεχόμενη) διπλή επίδοση της, ήτοι αποτελεί επιχείρημα εκ του αποτελέσματος και ουσιαστικά βάλλει κατά των επιδόσεων της διαταγής πληρωμής και όχι κατά της ίδιας (ΜΠρΘεσ. 9050/2013).