Διετής διάσταση συζύγων ως λόγος διαζυγίου: πότε διακόπτεται αυτή
ΜΠρΑθ 5818/2016 (γαμικές διαφορές)
Ως διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ νοείται εκείνη κατά την οποία οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το αν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενός από τους συζύγους ή και των δύο και ανεξάρτητα από το αν διαμένουν στην ίδια κατοικία, αλλά υπό καθεστώς χωρισμού από τραπέζης και κοίτης. Η διάσταση δεν αναιρείται, κατά μείζονα λόγο, από τυχόν επισκέψεις της οικογενειακής στέγης και από μέρους του απομακρυνθέντος από αυτή συζύγου, προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για προβλήματα που απασχολούν τη σύζυγο και τα τέκνα που διαμένουν με αυτή, εάν δεν αναιρείται η σταθερή πρόθεση διάστασης του συζυγικού δεσμού και εξακολουθεί να υπάρχει από της πλευράς τουλάχιστον του ενός συζύγου.
Τα όποια διακοπτικά της ψυχικής και σωματικής απομάκρυνσης περιστατικά, που τυχόν επικαλείται ο εναγόμενος, στον εκ του άρθρου 1429 παρ. 3 ΑΚ λόγο διαζυγίου, τείνουν σε αποδυνάμωση της έννοιας της διάστασης, που αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής και συνιστούν άρνηση. Αν δε, κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, προκύψουν τέτοια διακοπτικά περιστατικά, εκτιμώνται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας, αν αναιρούν ή όχι το στοιχείο της διάστασης (ΑΠ 1068/2014).
Εν προκειμένω αποδείχτηκε, ότι οι διάδικοι αφενός έπαυσαν από το μήνα Ιούνιο του έτους 2014 να διαμένουν στην ίδια οικία, αφετέρου όμως από το ως άνω συγκεκριμένο χρονικό σημείο δεν απομακρύνθηκαν στην πραγματικότητα φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, δηλαδή με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι-σύζυγοι διατήρησαν σχεδόν καθημερινή επικοινωνία μεταξύ τους, η οποία δεν εξαντλήθηκε μόνο σε επισκέψεις της οικογενειακής στέγης από μέρους της απομακρυνθείσας συζύγου, προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για τυχόν προβλήματα που απασχολούσαν το σύζυγο που διέμενε σε αυτή, οι οποίες επισκέψεις δεν θα αναιρούσαν τη διάσταση των συζύγων, αν συνοδεύονταν από σταθερή πρόθεση διάστασης του συζυγικού δεσμού που θα εξακολουθούσε να υπάρχει από την πλευρά τουλάχιστον του ενός συζύγου. Αντίθετα, αποδείχθηκε πέραν κάθε αμφιβολίας, – κυρίως από τα προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο αντίγραφα συνομιλιών τους στο διαδίκτυο, το περιεχόμενο των οποίων η ενάγουσα δεν αμφισβητεί-, ότι οι σύζυγοι εξακολουθούσαν να έχουν συχνή επικοινωνία, σωματική επαφή και σεξουαλικές σχέσεις τουλάχιστον 5 μήνες μετά την αποχώρηση της ενάγουσας από τη συζυγική οικία. Τα ως άνω διακοπτικά της ψυχικής και σωματικής απομάκρυνσης περιστατικά αποδυναμώνουν και στην ουσία αναιρούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την έννοια της διάστασης, που αποτελεί στοιχείο της βάσης της υπό κρίση αγωγής, η οποία (διάσταση) μετά ταύτα δεν αποδείχθηκε ότι διήρκεσε δύο έτη μέχρι και την ημέρα συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.