Η έννοια της Δημόσιας Υπηρεσίας στο Γαλλικό δίκαιο – νομολογιακή προσέγγιση
Γράφει ο κ. Αντώνης Παπαδόπουλος, Νομικός-Δημοσιολόγος
Η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας στο γαλλικό διοικητικό δίκαιο έχει γνωρίσει τεράστια εξέλιξη κυρίως κατά τον 20ο αιώνα και διακρίνεται σαφώς από την αντίστοιχη έννοια στο ενωσιακό δίκαιο. Αυτή η εξέλιξη , όπως συμβαίνει και σε όλες τις βασικές έννοιες του γαλλικού διοικητικού δικαίου, οφείλεται κυρίως στη νομολογία των Conseil d’État (ΣτΕ) και Tribunal des Conflits (Δικαστήριο συγκρούσεων καθηκόντων).
Σε γενικό πλαίσιο ,ως δημόσια υπηρεσία στο γαλλικό δίκαιο νοείται μια δραστηριότητα που έχει σκοπό την ικανοποίηση του γενικού συμφέροντος και όχι ένα νομικό πρόσωπο. Ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου λοιπόν, μπορεί να διαχειρίζεται μια δημόσια υπηρεσία αλλά δεν ταυτίζεται με αυτή.
Η δημόσια υπηρεσία με τη σύγχρονη αντίληψή της εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά την απόφαση Blanco η οποία δημιούργησε και το διοικητικό δίκαιο στη Γαλλία. Με βάση αυτή την απόφαση οι δύο μεγαλύτεροι δημοσιολόγοι της εποχής (Duguit και Jèze) προσπάθησαν να την ορίσουν , συγχέοντάς τη όμως με τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (νπδδ). Αυτή η σύγχυση, συνεπαγόταν την αποκλειστική εφαρμογή του διοικητικού δικαίου και κατ’επέκταση την αρμοδιότητα της διοικητικής δικαιοδοσίας.
Η πρώτη σημαντική εξέλιξη πάνω στο ζήτημα εμφανίστηκε στην απόφαση Société Commerciale de l’Ouest Africain η οποία έγινε ευρέως γνωστή με το όνομα ”Bac d’Eloka”. Σε αυτή την απόφαση το δικαστήριο συγκρούσεων καθηκόντων αναγνώρισε ότι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) μπορεί να δρα ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.) κατά την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας και κατ’επέκταση το εφαρμοστέο δίκαιο σε αυτή την περίπτωση είναι το ιδιωτικό και αρμόδιος δικαστής ο πολιτικός. Αυτός ο συλλογισμός επιβεβαιώθηκε εμφατικά και το 1938 από το Conseil d’État το οποίο όρισε ότι ένα ν.π.ι.δ. μπορεί να διαχειρίζεται μια δημόσια υπηρεσία.
ΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΜΙΑΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Το επόμενο βήμα μετά την διάκριση της δημόσιας υπηρεσίας από τα ν.π.δ.δ. ήταν να αποκρυσταλλωθεί το πότε μια δραστηριότητα μπορεί να είναι τέτοια. Η συμβολή της νομολογίας και σε αυτή την περίπτωση ήταν καθοριστική καθώς έθεσε τα κριτήρια , η σωρευτική πλήρωση των οποίων, είναι απαραίτητη σε περίπτωση που μια δραστηριότητα δεν ορίζεται ρητά από κάποιο νομοθετικό κείμενο ως δημόσια υπηρεσία.
Το πρώτο κριτήριο είναι η ύπαρξη γενικόυ συμφέροντος. Αυτό το κριτήριο είναι κάπως ιδιαίτερο καθώς αφορά μια έννοια ευμετάβλητη, γενική και εξαρτημένη από την πολιτική βούληση. Είναι ένα κριτήριο τελεολογικό επειδή αναζητά τον σκοπό άσκησης της δημόσιας υπηρεσίας και όχι το αντικείμενο της. Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα του λοιπόν , ο δικαστής καταφεύγει σε θεωρητικές κατασκευές, ώστε να αποφασίσει αν πληρείται ανά περίπτωση. Το γενικό συμφέρον λοιπόν διακρίνεται και υπερβαίνει το ατομικό συμφέρον αλλά και ένα σύνολο ατομικών συμφερόντων στο όνομα του κοινού καλού.
Οι δραστηριότητες στο πλαίσιο των καθηκόντων δημόσιας αρχής ( fonctions régaliennes) όπως π.χ. η εθνική άμυνα και η δικαιοσύνη θεωρούνται ότι πληρούν αυτόματα το κριτήριο του γενικού συμφέροντος εν αντιθέσει με όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες. Η νομολογία όμως ,ακολουθώντας την γαλλική παράδοση του παρεμβατικού κράτους πρόνοιας, επεξέτεινε την έννοια του γενικού συμφέροντος, αναγνωρίζοντας την ύπαρξή του σε πλείστες όσες δραστηριότητες όπως το θέατρο, ο πολιτισμός,ο αθλητισμός,ο τουρισμός κ.α. Αντιθέτως δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε γενικό συμφέρον όταν η δραστηριότητα έχει σκοπό το κέρδος. Για παράδειγμα στην απόφαση Rolin το 1999 το Conseil d’État αποφάσισε ότι η δραστηριότητα της εταιρείας ”Française des jeux” ( κρατική εταιρεία στοιχηματισμού) είναι κερδοσκοπική και άρα δεν εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον.
Το δεύτερο κριτήριο αφορά τη σύνδεση της δραστηριότητας με ένα ν.π.δ.δ..Το κριτήριο πληρείται αυτοδικαίως όταν η δραστηριότητα αποτελεί αντικείμενο άμεσης διαχείρισης από ένα ν.π.δ.δ. αλλά στην περίπτωση διαχείρισης από ένα ν.π.ι.δ. τη λύση έδωσε οριστικά η απόφαση Narcy . Σύμφωνα με αυτή τη θεμελιώση απόφαση , για να οριστεί ως δημόσια υπηρεσία μια δραστηριότητα που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον και τη διαχειρίζεται ένα ν.π.ι.δ. πρέπει αυτό το νομικό πρόσωπο να ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από ένα ν.π.δ.δ. και παράλληλα να διαθέτει προνόμια άσκησης δημόσιας εξουσίας. Η έννοια ”προνόμια άσκησης δημόσιας εξουσίας” γνώρισε εξέλιξη μέχρι όμως την οριστική αποδυνάμωσή της μέσω της απόφασης APREI το 2007 και δεν αποτελεί πλέον απαραίτητο κριτήριο.
Η ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Η προαναφερόμενη απόφαση Bac d’Eloka εκτός των άλλων καθιέρωσε τη διάκριση των δημοσίων υπηρεσιών σε δύο κατηγορίες: Τις δημόσιες υπηρεσίες διοικητικού χαρακτήρα (SPA) και τις δημόσιες υπηρεσίες εμπορικού και βιομηχανικού χαρακτήρα (SPIC). Κατά κανόνα μια δημόσια υπηρεσία χαρακτηρίζεται ως SPA και εμπίπτει στο διοικητικό δίκαιο εκτός εάν πληρούνται τα κριτήρια της απόφασης Union Syndicale des Industries Aéronautiques οπότε χαρακτηρίζεται ως SPIC και εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο.
Το πρώτο κριτήριο αφορά το αντικείμενο της υπηρεσίας το οποίο πρέπει να είναι ιδιωτικής φύσης και να μπορεί να αναπτυχθεί με τον ίδιο τρόπο από μια ιδιωτική εταιρεία. Το δεύτερο αφορά την προέλευση της χρηματοδότησης της , η οποία πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά ή κατά πλειοψηφία από την πληρωμή εισιτηρίου των χρηστών και τέλος το τρίτο αφορά τον τρόπο λειτουργίας της υπηρεσίας. Ο τρόπος λειτουργίας πρέπει να προσομοιάζει στον τρόπο λειτουργίας μια ιδιωτικής επιχείρησης. Αν για παράδειγμα υπάρχει έλλειψη κερδών, δωρεάν παροχή υπηρεσιών ή ακόμα και αν η υπηρεσία αυτή θεωρείται νόμιμα μονοπωλιακή τότε αυτοί οι τρόποι λειτουργίας παραπέμπουν σε δημόσιο χαρακτήρα και το κριτήριο δεν πληρείται.