Αστυνομική Βία: Καθορισμός Ορίων και Προστασία των Δικαιωμάτων των Πολιτών

Γράφει η κ. Κατσανδρή Αικατερίνη, Δικηγόρος Αθηνών, Υπ. Διδάκτωρ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών

Όταν αναφερόμαστε στην Ελληνική Αστυνομία (Ε.Λ.Α.Σ) αναφερόμαστε στο ένοπλο δημόσιο σώμα, βασικές αποστολές του οποίου αποτελούν η εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας, η προστασία της απρόσκοπτής κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, η καταστολή και πρόληψη του εγκλήματος καθώς και η προστασία του κράτους δικαίου και του δημοκρατικού πολιτεύματος στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης.   
Μετά τα πρόσφατα επεισόδια αστυνομικής βίας και χρήσης χημικών ουσιών στις πορείες διαμαρτυρίας τίθεται επιτακτικά η ανάγκη σχολιασμού του ζητήματος των ορίων της αστυνομικής βίας. Στις μέρες μας απαιτείται πιο πολύ από ποτέ να καθοριστεί το τι επιτρέπεται και τι όχι, καθότι οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων επηρεάζουν άμεσα τη ζωή και τα δικαιώματα των πολιτών.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β και γ του Κώδικα Δεοντολογίας του Αστυνομικού (Π.Δ. 254/2004, Φ.Ε.Κ. 238/Α’): ο αστυνομικός «υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου» και να «ενεργεί πάντοτε με σκοπό την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νομίμων συμφερόντων των πολιτών». Επιπλέον, κατά τις περ. β. και γ του άρθρου 2 ο αστυνομικός οφείλει να «εφαρμόζει το νόμο με κοινωνική ευαισθησία και ουδέποτε υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχεται» καθώς και να «εκτελεί τα καθήκοντά του με αμεροληψία, αντικειμενικότητα, διαφάνεια, σύνεση, αυτοκυριαρχία, σταθερότητα, αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια, προστατεύοντας, χωρίς διάκριση, όλους τους πολίτες από παράνομες σε βάρος τους πράξεις».
Κατά την περ. ε του ανωτέρω άρθρου «Για την τήρηση και εφαρμογή του νόμου χρησιμοποιεί κατ΄ αρχήν μη βίαια μέσα. Η προσφυγή στη βία επιτρέπεται μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαία και στο μέτρο που προβλέπεται και απαιτείται για την εφαρμογή του νόμου. Τηρεί πάντοτε με απόλυτο σεβασμό τις αρχές της αναγκαιότητας, της προσφορότητας (καταλληλότητας) και της αναλογικότητας. Χρησιμοποιεί τα κατά το δυνατόν, ηπιότερα μέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή ενόχληση, σκληρότητα ή αδικαιολόγητη φθορά ιδιοκτησίας. Δεν προβαίνει σε καταχρηστική χρήση των χημικών και των άλλων διαθέσιμων μέσων και ιδιαίτερα εκείνων που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στην υγεία των πολιτών. Χρησιμοποιεί τα πυροβόλα όπλα μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αναφέρει αμέσως το συμβάν».
Από το παραπάνω άρθρο προκύπτει σαφώς πως η χρήση βίας από την αστυνομία πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελεί τον κανόνα. Η χρήση βίας από την αστυνομία μπορεί να γίνει επιτρεπτή υπό όρους και μόνο και εφόσον έχουν εξαντληθεί προηγουμένως όλα τα άλλα μέσα. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να καταστεί σαφές πως η βία αυτή δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα νόμιμα όρια. Η χρήση βίας από τις αστυνομικές αρχές, ακόμη και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους πρέπει να περιορίζεται και να ελέγχεται αυστηρά. Και συγκεκριμένα, θα πρέπει να διαχωριστούν οι περιπτώσεις αυτοάμυνας ή καταστολής παράνομων ενεργειών που συνιστούν υπέρβαση/κατάχρηση εξουσίας ή παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών.

Ο αστυνομικός υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. Επιπροσθέτως, οφείλει να σέβεται το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου. Δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να προκαλεί και να ανέχεται πράξεις βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και υποχρεούται να αναφέρει αρμοδίως κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υποπίπτουν στην αντίληψη του.
Η υποχρέωση του αστυνομικού για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και η υποχρέωση του για καταγγελία καταπάτησης αυτών προκύπτει επίσης και από την περ. θ του άρθρου 3 του Κώδικα Δεοντολογίας του Αστυνομικού όπου ορίζονται ρητά τα κάτωθι: «Ο αστυνομικός αποτρέπει και καταγγέλλει άμεσα, κάθε πράξη που συνιστά βασανιστήριο ή άλλη μορφή απάνθρωπης, σκληρής ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, οποιαδήποτε μορφή βίας ή απειλή βίας, καθώς και κάθε δυσμενή ή διακριτική μεταχείριση σε βάρος κρατουμένου».
Επιπροσθέτως, η υποχρέωση ευγένειας των αστυνομικών οργάνων απορρέει και από την διάταξη του άρθρου 278 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όπου ορίζονται ρητώς τα εξής: «Τα αρμόδια για τη σύλληψη όργανα οφείλουν να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια σε αυτόν που συλλαμβάνουν και να σέβονται την τιμή του».
Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο αστυνομικός όχι μόνο απαγορεύεται να προβαίνει σε πράξεις που προσβάλλουν τα δικαιώματα των πολιτών αλλά αντιθέτως λόγω της ιδιότητας του αυτής έχει επιβαρυμένη ευθύνη να προασπίζεται τα προαναφερθέντα δικαιώματα.
Με σοβαρότητα και υπευθυνότητα πρέπει να εξεταστεί το πως η αστυνομία δύναται να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις προκλήσεις της δημόσιας τάξης χωρίς να εκτραπεί σε υπερβολές που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ίδια την έννομη τάξη. Σε αυτή την κατεύθυνση, η αποσαφήνιση των κανόνων και των ορίων της αστυνομικής δράσης είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η προστασία του κράτους δικαίου δεν θα γίνει εις βάρος των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Εν κατακλείδι, δέον να αναφερθεί κατά την γράφουσα πως αν και η χρήση βίας από τους αστυνομικούς πρέπει να αποφεύγεται σε περιπτώσεις που δεν είναι απόλυτα και επιτακτικά αναγκαία, είναι εξίσου σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η αστυνομία, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, πρέπει να έχει την δυνατότητα να ασκεί νόμιμη και αναλογική βία στην περίπτωση που αυτό κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της ζωής των ίδιων των αστυνομικών και της δημόσιας τάξης. Θα πρέπει δηλαδή να βρεθεί μία σαφής και ελεγχόμενη ισορροπία, η οποία θα εξασφαλίσει την προστασία τόσο των πολιτών όσο και των αστυνομικών, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στις αστυνομικές αρχές και το κράτος δικαίου. Η εύρεση της «μέσης» αυτής λύσης απαιτεί σαφή κανονιστικά όρια, ώστε να διασφαλιστεί ότι η βία, αν χρησιμοποιηθεί, θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία και πάντα με απόλυτο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *