Η ειδική ανακριτική πράξη της συγκαλυμμένης έρευνας επί εγκλημάτων διαφθοράς

Η ειδική ανακριτική πράξη της συγκαλυμμένης έρευνας[1] επί εγκλημάτων διαφθοράς

Γράφει ο Βαγγέλης Ζαφειριάδης

Νομικός με μεταπτυχιακή ειδίκευση στο Ποινικό Δίκαιο

Ευρωπαικό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Η έρευνα αποτελεί κρίσιμο πεδίο στην προσπάθεια συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού. Ειδικότερα, όσον αφορά στη συγκαλυμμένη έρευνα (παλαιότερα τυποποιημένη στο άρθρο 253Β ΚΠΔ[2]), πρόκειται για ειδική ανακριτική πράξη επί εγκλημάτων διαφθοράς. Το συγκεκριμένο άρθρο αφορά στα εγκλήματα των άρθρων 159-159Α (δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων αντίστοιχα), 235-236 (δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου αντίστοιχα), 237 (δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών και 237Α (εμπορία επιρροής)[3], υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτά δεν τελούνται στα πλαίσια εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης[4].

Σύμφωνα με το άρθρο 255 ΚΠΔ, η συγκαλυμμένη έρευνα διενεργείται από ανακριτικό υπάλληλο κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ύστερα από προηγούμενη έγγραφη ενημέρωση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του οποίου ο ρόλος περιλαμβάνει την εποπτεία και το συντονισμό του έργου των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος[5].

Η θέσπιση υποχρέωσης να τηρούνται αξιόπιστες πρακτικές (πχ. βιντεοσκόπηση, μαγνητοφώνηση) σε ότι αφορά τις ενέργειες των συγκεκαλυμμένα δρώντων αποσκοπεί στο έλεγχο του τρόπου δράσης τους όταν διενεργούνται ειδικές ανακριτικές πράξεις και στον περιορισμό τυχόν αυθαιρεσιών[6].

Κατά τη συγκαλυμμένη έρευνα, ο ανακριτικός υπάλληλος είτε ιδιώτης που ενεργεί υπό τις οδηγίες του, έχοντας αποκρύψει την πραγματική του ταυτότητα με σκοπό να αποκαλύψει ή να συλλάβει ορισμένο πρόσωπο για έγκλημα διαφθοράς, εμφανίζεται ως ωφελούμενος είτε ως μεσολαβητής ωφελούμενου από τα ανωτέρω εγκλήματα, διευκολύνοντας το δράστη στην ειλημμένη απόφασή του να τελέσει αξιόποινη πράξη[7]. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση ο δράστης (και όχι ο ανακριτικός υπάλληλος) είναι αυτός που έχει την πρωτοβουλία για την τέλεση της πράξης διαφθοράς[8], ενώ τα διωκτικά όργανα περιορίζονται σε παθητικό ρόλο[9].

Η συγκαλυμμένη έρευνα αποτελεί μυστική επιχείρηση απόκτησης αποδεικτικών στοιχείων είτε πληροφοριών. Φραγμό στη μυστικότητα του χαρακτήρα των ειδικών ανακριτικών πράξεων και δη της συγκαλυμμένης έρευνας αποτελεί ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 Συντάγματος) που –μεταξύ άλλων- περιλαμβάνει το δικαίωμα σε σιωπή και μη αυτοενοχοποίηση (νέο άρθρο 104 ΚΠΔ, αρχή nemo tenetur se ipsum prodere/accusare)[10]. Ωστόσο, αποτελεί έσχατη λύση (ultima ratio), λόγω του υψηλού κόστους, των αυξημένων απαιτήσεων, της ειδικής εκπαίδευσης και των κινδύνων που προκύπτουν[11].

Προσέτι, θεσμοθετήθηκαν περιορισμοί από το συμβούλιο κατά τη χρησιμοποίηση αποδεικτικού υλικού[12]. Σύμφωνα με το άρθρο 255 παρ. 2 ΚΠΔ, τα στοιχεία είτε οι γνώσεις που αποκτήθηκαν κατά τη διενέργεια των ως άνω ανακριτικών πράξεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους λόγους που έχει ορίσει το δικαστικό συμβούλιο.

Σύμφωνα, επίσης, με το άρθρο 255 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΚΠΔ, ο συγκαλυμμένα δρών δύναται φέρει πλαστά στοιχεία ταυτότητας, καθώς και φορολογικά ή άλλα στοιχεία, συναλλασσόμενος με αυτά, προκειμένου να διεξάγει τις έρευνές του. Εντούτοις, για οποιαδήποτε ενέργειά του θα πρέπει να συντάσσεται αναλυτική έκθεση, όπως ορίζουν τα άρθρα 148-153 ΚΠΔ. Σε διαφορετική περίπτωση, τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που δεν μνημονεύονται στην ανωτέρω έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τη δικογραφία που σχηματίζεται για την καταδίκη του κατηγορούμενου.

Προϋποθέσεις διενέργειας της συγκαλυμμένης έρευνας

Με το Ν. 4620/2019, θεσμοθετήθηκε η αληθινή-πραγματική  αιτιολόγηση των προϋποθέσεων για τη διενέργεια-μεταξύ άλλων- της συγκαλυμμένης έρευνας[13].

Από το άρθρο 254 παρ. 3 εδ. α’ ΚΠΔ, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη διενέργεια της συγκαλυμμένης έρευνας είναι οι εξής:

α) ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου κατόπιν προτάσεως του εισαγγελέα, με ειδική μνεία της αξιόποινης πράξης (αναφορά του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται). Η υποχρέωση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προκύπτει σαφώς από το άρθρο 139 ΚΠΔ, αλλά και το άρθρο 93 παρ. 3 Συντάγματος.

β) σοβαρές ενδείξεις ενοχής του καθ’ου. Οι σοβαρές ενδείξεις προκύπτουν από αντικειμενικά στοιχεία, ήτοι από προηγούμενη συστηματική δράση του καθ΄ου η έρευνα είτε διότι βρέθηκαν αδικαιολόγητα περιουσιακά στοιχεία σε αυτόν κατά τον έλεγχο της περιουσιακής του κατάστασης. Οι σοβαρές ενδείξεις δεν είναι δυνατό να καταφαθούν σε απλή φήμη είτε αόριστη αστυνομική πληροφορία περί εμπλοκής ορισμένου προσώπου σε εγκλήματα διαφθοράς στο παρελθόν. Παράλληλα, δεν μας καλύπτουν εν προκειμένω οι επαρκείς ή αποχρώσες ενδείξεις που απαιτούνται για να ασκηθεί ποινική δίωξη.

γ) ο σκοπός της ανακριτικής πράξης. Όπως προκύπτει από το άρθρο 255 στοιχ. α’ ΚΠΔ, η συγκαλυμμένη έρευνα δύναται να διενεργηθεί όχι µόνο για να διαλευκανθεί ένα τελεσθέν έγκλημα, αλλά και για να αποτραπεί η τέλεσή του μελλοντικά.

δ) η αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης του αδικήματος με άλλο τρόπο. Οι ειδικές αυτές ανακριτικές πράξεις θα πρέπει να διατάσσονται λοιπόν είτε ως μοναδικό είτε ως λιγότερο επαχθές μέτρο για την καταπολέμηση εγκλημάτων διαφθοράς.

ε) η απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της συγκαλυμμένης έρευνας. Με το νέο ΚΠΔ, θεσπίσθηκε βραχύτερο όριο διάρκειας του μέτρου της συγκαλυμμένης έρευνας. Κατά το άρθρο 255 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΚΠΔ, η συγκαλυμμένη έρευνα δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, με δυνατότητα παράτασης για ένα ακόμα τρίμηνο (ένα έτος κατά το προγενέστερο δίκαιο). Ο εύλογος αυτός χρόνος για  να διενεργηθεί η εν λόγω ανακριτική πράξη, έχει εγγυητική λειτουργία σε ότι αφορά τα δικαιώματα του υπόπτου.

Υποσημειώσεις

[1] Σαφής διαφοροποίηση από την ανακριτική διείσδυση του άρθρου 254 παρ. 1 στοιχ. β’, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η φύση της συγκαλυμμένης έρευνας προσιδιάζει με αυτή της ανακριτικής διείσδυσης, επομένως πρόκειται για κατ΄ευφημισμό ορολογία. Πάντως η πρώτη δεν εφαρμόζεται συχνά και δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Βλ. Μ. Μαργαρίτη/ Α. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονοµίας, Θεωρία και Νοµολογία, 2020, Π.Ν. Σάκκουλας, σελ. 660. Η συγκαλυμμένη έρευνα θα μπορούσε να αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της ανακριτικής διείσδυσης. Βλ. πάντως διαφορές συγκαλυμμένης έρευνας μεταξύ των άρθρων 254 και 255, όπου η πρώτη διατάσσεται από το Δικαστικό Συμβούλιο και όχι από Εισαγγελικό Λειτουργό και κατά την οποία ο συγκαλυμμένα δρών προσφέρεται να διευκολύνει την τέλεση αδικήματος. Πρβλ. Εισηγητική Έκθεση ν. 2928/2001.

[2] Η διάταξη του άρθρου 253Β εισήχθη στο ΚΠΔ με το άρθρο 1 παρ. ΙΕ  υποπαρ. 16 του Ν.4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας         στο πλαίσιο εφαρμογής του ν.4046/2012 και άλλες διατάξεις».

[3] Α. Παπαδαμάκης, ό.π., σελ. 121.

[4]  Σε διαφορετική περίπτωση θα εφαρμοζόταν το άρθρο 254 ΚΠΔ (αρχή της επικουρικότητας).

[5] Στο άρθρο 255 παρ. 1 στοιχ. α’ εκ παραδρομής έχει μείνει ο όρος του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς. Βλ. και άρθρο 33 παρ. 2 ΚΠΔ. Βλ. και Χ. Νάϊντο, ό.π., σελ. 492, που είχε προτείνει την επέκταση της εισαγγελικής εποπτείας ούτως ώστε να ελέγχεται η διαχείριση της ωφελιμότητας του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και στη διέλευσή του αποκλειστικώς από το δικονομικό μηχανισμό της προστασίας των δικαιωμάτων.

[6] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου (Ν.4620/2019) «Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» σε Θ. Σάμιο, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, έκδοση 22η, 2022, Σάκκουλας, σελ. 429.

[7] Κατ’ορθότερη διατύπωση. Βλ. Θ. Δαλακούρα, ό.π. σελ. 1112, βλ. και Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2020, σελ. 495.

[8] Βλ. πχ. ΕΔΔΑ, Ramanauskas κατά Λιθουανίας, Απόφαση (Ολοµ.) της 5.2.2008.

[9] Ειδάλλως θα μιλούσαμε για προβοκατόρικη ηθική αυτουργία (άρθρο 46 παρ. 2 ΠΚ, agent provocateur), σε περίπτωση δηλαδή τεχνασμάτων, πειθούς είτε φορτικότητας στην πρόκληση απόφασης για τέλεση αξιόποινης πράξης.

[10] Χ. Νάϊντος, ό.π. Βλ. και άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ.

[11]  Σ. Βιδάλη, ό.π., σελ. 311.

[12] Θ. Σάμιος, ό.π., σελ. 430.

[13] Θ. Σάμιος, ό.π., σελ. 429.

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.