Καταχρηστικός όρος σε εργολαβικό δίκης ως αθέμιτη εμπορική πρακτική

Επιμέλεια – Παρατηρήσεις: Ελένη Τζούλια, Δρ. Νομικής – Δικηγόρος

Μια ενδιαφέρουσα απόφαση εξέδωσε το ΔΕΕ την 22.09.2022, που πραγματεύεται τον χαρακτήρα όρου που περιλήφθηκε σε συμφωνητικό δικηγορικής αμοιβής ως αθέμιτη εμπορική πρακτική.

Στην ένδικη υπόθεση υπ’ αριθμ. C‑335/21, πελάτης και δικηγορικό γραφείο είχαν συνάψει συμφωνητικό ανάθεσης με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την εξωδικαστική εξέταση, και, εν ανάγκη, τη σύνταξη και άσκηση αγωγής για την κήρυξη της ακυρότητας καταχρηστικών ρητρών δανειακής σύμβασης. Το συμφωνητικό ανάθεσης περιείχε την ρήτρα ότι “δια της υπογραφής του συμφωνητικού ανάθεσης, ο πελάτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του δικηγορικού γραφείου και, αν παραιτηθεί από τη δίκη για οποιονδήποτε λόγο πριν από την περάτωσή της ή αν συνάψει συμφωνία συμβιβασμού με την τράπεζα, εν αγνοία του δικηγορικού γραφείου ή αντιθέτως προς τις συμβουλές του, θα πρέπει να καταβάλει το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του πίνακα αμοιβών του δικηγορικού συλλόγου Χ για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων που αφορούν την αγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας και για την επιδίκαση του ποσού”.

Εν ολίγοις, ο πελάτης αθέτησε αυτή τη “ρήτρα παραιτήσεως”, εφόσον συμβιβάστηκε με την δανείστρια τράπεζα παρά την αντίθεση του δικηγορικού γραφείου, το οποίο με τη σειρά του απαίτησε καταβολή δικηγορικής αμοιβής και δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τον πίνακα αμοιβών του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Δυνάμει της ως άνω ρήτρας παραιτήσεως, το γραφείο προσέφυγε μάλιστα στα δικαστήρια ζητώντας να του επιδικαστεί το αντίστοιχο χρηματικό ποσό. Το ΔΕΕ κλήθηκε να εξετάσει, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα του επίμαχου όρου υπό το πρίσμα της Οδηγίας 2005/29.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ενσωμάτωση σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και εντολέα όρου, όπως η εν λόγω ρήτρα παραιτήσεως, για τον οποίο δεν έχει γίνει μνεία στην εμπορική προσφορά ή στο πλαίσιο της ενημερώσεως πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, συνιστά a priori παράλειψη γνωστοποιήσεως ή απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας ικανή να επηρεάσει την απόφαση που λαμβάνει ο καταναλωτής να συνάψει τη συμβατική αυτή σχέση (απόφαση συναλλαγής). Άρα συνιστά παραπλανητική εμπορική πρακτική σε βάρος του εντολέα.

Εν προκειμένω, ένας συμβατικός όρος που προβλέπει ποινική ρήτρα, παραπέμπει για τον υπολογισμό της στον πίνακα αμοιβών του δικηγορικού συλλόγου Χ, του οποίου το περιεχόμενο είναι δυσχερώς προσβάσιμο και κατανοητό. Ακολούθως, ο συμβαλλόμενος εντολέας δεν δύναται να αντιληφθεί ότι, σε περίπτωση ενεργοποίησης του εν λόγω όρου, ενδέχεται να καταβάλει ποινική ρήτρα ανερχόμενη σε σημαντικό, ακόμη δε και δυσανάλογο ποσό σε σχέση με την τιμή των παρεχόμενων βάσει της συμβάσεως αυτής δικηγορικών υπηρεσιών. Η εκτίμηση αυτή του Δικαστηρίου προέκυψε με γνώμονα τον μέσο καταναλωτή, που έχει συνήθη ενημέρωση και είναι ευλόγως προσεκτικός, αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων της ένδικης συναλλαγής.

Για τους γνώστες του θέματος η απόφαση έχει σημασία, αφενός, επειδή εφαρμόζει το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή στην επαγγελματική σχέση δικηγόρου-πελάτη, αφετέρου δε, γιατί δέχεται την εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας 2005/29, ήτοι των άρθρων 9α επ. Ν. 2251/1994, για την αξιολόγηση της νομιμότητας του περιεχομένου ενός εργολαβικού δίκης. Ως προς το τελευταίο ζήτημα, ακολουθεί το σκεπτικό της απόφασης ΔΕΕ C‑453/10 από το 2012.

Βρείτε το πλήρες κείμενο της σχολιαζόμενης απόφασης, εδώ.

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *