Υπαναχώρηση από σύμβαση leasing για αυτοκίνητο

Σημαντική η απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-28/21, C-47/21 και C-232/21, BMW Bank, Volkswagen Bank και Audi Bank, που εκδόθηκε την 21.12.2023 και δεν δημοσιεύτηκε στα ελληνικά. 

Στην υπόθεση της προδικαστικής παραπομπής, ο ενάγων σύναψε με την εναγομένη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως στις 10 Νοεμβρίου 2018. Συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων θα καταβάλει συνολικό ποσό 12.486,80 ευρώ και δη 4.760 ευρώ εφάπαξ κατά την παραλαβή του αυτοκινήτου και στη συνέχεια 24 μισθώματα των 321,95 έκαστο. Το συμβατικό χρεωστικό επιτόκιο ανηρχετο σε 3,49 % ετησίως για ολόκληρη τη διάρκεια της συμβάσεως, ενώ το ετήσιο πραγματικό επιτόκιο σε 3,55 %. Ο ενάγων παρέλαβε το αυτοκίνητο και κατέβαλε τα μηνιαία μισθώματα αρχής γενομένης τον Ιανουάριο του 2019. Με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2019 ο ενάγων υπαναχώρησε από τη δήλωση βουλήσεώς του σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως. Συναφώς, ισχυρίστηκε ότι η υπαναχώρηση είναι ισχυρή καθόσον δεν είχε αρχίσει ακόμη η προθεσμία υπαναχωρήσεως 14 ημερων που προβλέπει ο νόμος, εφόσον δεν του παρασχέθηκαν προηγουμένως όλες οι υποχρεωτικές πληροφορίες από την εταιρία leasing.

Με την απόφασή του, το ΔΕΕ κάνει δεκτό ότι η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης και συγκεκριμένα το car leasing για ΙΧ αυτοκίνητο διέπεται καταρχήν από την Οδηγία 2008/48 (ήδη Οδηγία (ΕΕ2023/2225) για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Τούτο ισχύει με εξαίρεση τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης στις οποίες ούτε η ίδια η σύμβαση ούτε τυχόν άλλη αυτοτελής σύμβαση ορίζουν υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης, εν προκειμένω του αυτοκινήτου. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 2δ΄ της Οδηγίας αυτής.

Περαιτέρω, το άρθρο 14 της Οδηγίας 2008/48 προβλέπει ότι ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών για να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση καταναλωτικής πίστης χωρίς να αναφέρει τους λόγους. Η προθεσμία των 14 ημερών αρχίζει άλλωστε από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής παραλαμβάνει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. ιστ’ πληροφόρηση σε σχέση με το δικαίωμα υπαναχώρησης. Όπως προκύπτει από την αιτ. σκ. 34 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 2γ της Οδηγίας 2002/65, το δικαίωμα υπαναχώρησης κατ’ άρθρο 14 Οδηγίας 2008/48 δεν εφαρμόζεται όταν η σύμβαση έχει ήδη πλήρως εκτελεστεί.

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, το ΔΕΕ έκανε δεκτό ότι εν προκειμένω ο ενάγων δεν διέθετε δικαίωμα υπαναχώρησης, καθότι ενέπιπτε στην εξαίρεση του άρθρου 2 παρ. 2δ΄ Οδηγίας 2008/48. Θα μπορούσε, όμως, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση δυνάμει της Οδηγίας 2011/83, εφόσον μια σύμβαση leasing αποτελεί και σύμβαση παροχής υπηρεσιών υπό την έννοια της Οδηγίας αυτής. Το δικαίωμα υπαναχώρησης ασκείται σε τέτοια περίπτωση σύμφωνα με τους οικείους κανόνες και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων άρθρου 16.

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.