Απονομή της ιδιότητας του καταναλωτή σε δικηγόρο
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δίκασε πρόσφατα μια υπόθεση από Ρουμανία, που αφορούσε τη δυνατότητα δικηγόρου να επικαλεστεί τα δικαιώματα του καταναλωτή στα πλαίσια σύμβασης δανείου που συνήψε με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Παρότι ο δικηγόρος φαίνεται – χωρίς να ορίζεται ρητά – ότι συμβλήθηκε ως πρωτοφειλέτης για λόγους άσχετους με την επαγγελματική του δραστηριότητα, ταυτόχρονα εμφανίζεται στη σύμβαση ως εκπρόσωπος της δικηγορικής του εταιρίας, η οποία εξασφαλίζει το χρέος του παρέχοντας εγγύηση και εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου ιδιοκτησίας της. Το προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε στο Δικαστήριο αφορούσε ειδικότερα το κατά πόσο ο παραπάνω δικηγόρος δικαιούταν να επικαλεστεί τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές για να ζητήσει την ακύρωση όρου της παραπάνω σύμβασης δανείου ως καταχρηστικού.
Το ΔΕΕ είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι η εμπορική ιδιότητα του εγγυητή δεν επηρεάζει την καταναλωτική ιδιότητα του πρωτοφειλέτη, η οποία κρίνεται αυτοτελώς. Επισημαίνει πάντως το Δικαστήριο ότι, αντιστρόφως, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης, αυτή θα πρέπει να συνάπτεται προς εξασφάλιση χρέους καταναλωτή, προκειμένου να προσδώσει την ίδια ιδιότητα στον εγγυητή. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι η ιδιότητα του δικηγόρου δεν αποκλείει την απονομή των προνομίων του καταναλωτή σε ένα φυσικό πρόσωπο, εφόσον αυτό συμβάλλεται για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών. Η ιδιότητα του καταναλωτή έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί συνάρτηση της νοητικής, γνωστικής ή και σωματικής ανεπάρκειας ενός μέρους σε μια συναλλακτική σχέση και αποδίδεται πλέον κατά περίπτωση σε όποιον λειτουργεί στις συναλλαγές εκτός της επαγγελματικής του δραστηριότητας, για την κάλυψη προσωπικών αναγκών. Αναλόγως των εκάστοτε ειδικότερων περιστάσεων, επομένως, το ίδιο πρόσωπο μπορεί να παίζει άλλοτε το ρόλο του εμπορευόμενου και άλλοτε το ρόλο του καταναλωτή, απολαμβάνοντας την αντίστοιχη προστασία του Νόμου.
Εν τέλει, το ΔΕΕ αναθέτει στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει το σκοπό που εξυπηρετεί μια σύμβαση, βασισμένο στους όρους της και τα πραγματικά περιστατικά που τη συνοδεύουν. Αν αυτός δεν είναι ούτε αμιγώς προσωπικός, ούτε αμιγώς επαγγελματικός, το δικαστήριο θα πρέπει να εντοπίσει τον «προεξάρχοντα», δηλ. τον κυρίαρχο, σκοπό της συμβάσεως. Σε περίπτωση δε, που αυτός δεν είναι επαγγελματικός ή σε περίπτωση αμφιβολίας, ο συμβαλλόμενος θα πρέπει να θεωρείται καταναλωτής.
Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση εδώ.