ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ: ΤΑ ΡΕΥΣΤΑ ΟΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΠΑΓΙΔΕΥΣΗ
Γράφει η Χλόη Δ. Θεοδωρίδου, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ Δ.Σ. ΚΑΒΑΛΑΣ, Πτυχιούχος Τμήματος Πολιτικών Επιστήμων Δ.Π.Θ., Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Τμήματος Οικονομικού Ποινικού Δικαίου Α.Π.Θ.
ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ : ΤΑ ΡΕΥΣΤΑ ΟΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΓΙΔΕΥΣΗ.
Η ορθή εφαρμογή της ανακριτική διείσδυσης, ως ειδικής ανακριτικής πράξης του σημερινού άρθρου 254 Κ.Π.Δ. αποτελεί χωρίς αμφιβολία βασικό εχέγγυο κατ’ αρχήν για την πρόληψη αλλά και για την αντιμετώπιση σοβαρότατων ποινικών φαινομένων όπως ειδικότερα αυτό του οργανωμένου εγκλήματος, για το οποίο κοινός «τόπος» έχει γίνει η παραδοχή δυσκολίας πάταξης του. Η ανακριτική διείσδυση όπως και οι υπόλοιπες ειδικές ανακριτικές πράξεις, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι εισήχθησαν και ενσωματώθηκαν, στην ποινική διαδικασία προκειμένου να καλύψουν τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες καταστολής συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων οι οποίες δεν μπορούσαν να καλυφθούν με τις γενικές ανακριτικές πράξεις όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 251 του Κ.Π.Δ.[1] Ο μυστικός και προληπτικός χαρακτήρας των πράξεων αυτών και η δελεαστική αποτελεσματικότητά τους για την καταπολέμηση μιας σειράς ιδιαίτερα σοβαρών αδικημάτων, ήτοι: της εγκληματικής οργάνωσης του 187 ΠΚ, της τρομοκρατικής οργάνωσης του 187Α, της παραχάραξης νομίσματος του 207 εδ. α΄, της κυκλοφορίας πλαστών νομισμάτων του 208 παρ. 1 εδ. α’ Π.Κ., της καθ’ υπέρβαση κατασκευής νομίσματος του 208Α Π.Κ., της εμπορίας ανθρώπων του 323Α , του βιασμού σε βάρος ανήλικου του 336 Π.Κ., της κατάχρησης ανηλίκων του 348Α, της πορνογραφίας ανηλίκων του 348Α, της προσέλκυσης παιδιών για γεννετήσιους λόγους του 348Β, καθιστούν το διευρυμένο ρυθμιστικό τους πεδίο, ως μια κινητήριο δύναμη για την αποδοτικότερη καταπολέμηση αυτών αλλά και γενικότερα την προστασία του κοινωνικού συνόλου.
Ο νέος Κ.Π.Δ., μετά την ενσωμάτωση σε αυτόν του Ν. 4620/2019, βελτίωσε το κανονιστικό πλαίσιο των ειδικών ανακριτικών πράξεων υιοθετώντας θεμελιακές παραδοχές του ΕΔΔΑ και αναγνωρίζοντας ένας είδος αυξημένης εισαγγελικής εποπτείας κατά τη διενέργεια τους. Με τον όρο ανακριτική διείσδυση στον Κώδικα ποινικής δικονομίας νοείται η «χρησιμοποίηση», είτε των ίδιων των ανακριτικών υπαλλήλων, είτε άλλων εμπίστων σε αυτούς προσώπων (ιδιωτών)[2], που συνεργάζονται με τις ανακριτικές αρχές, με στόχο τη συλλογή ουσιαστικών για την πορεία της υπόθεσης αποδεικτικών στοιχείων και τελικώς την κατάληψη του δράστη ή των δραστών τη στιγμή που διαπράττεται η αξιόποινη πράξη. Σχετικά με την αντιμετώπιση της οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας, ένα βασικό πλεονέκτημα της ανακριτικής διείσδυσης, είναι ότι διασπά τη στεγανότητα των κλειστών μαφιόζικων και τρομοκρατικών οργανώσεων με την υιοθέτηση ανάλογων, προς τους δικούς τους, συνωμοτικών κανόνων δράσης. To πρόσωπο που αναλαμβάνει τον ρόλο αυτό εντάσσεται ή αλλιώς διεισδύει στην εκάστοτε εγκληματική οργάνωση, και δρα ως agent provocateur (προκαλών πράκτορας) όπως αυτός νοείται στο άρθρο 46 παρ.2 του Π.Κ., αποσπώντας πληροφορίες, εντοπίζοντας κρίσιμα για την υπόθεση στοιχεία, και καθ’ αυτόν τον τρόπο δρα προλαμβάνοντας το έγκλημα και συνάμα καταστέλλοντας το αποτελεσματικά. Πρόκειται έτσι, σύμφωνα με τη θεωρία, για ειδική ανακριτική πράξη, αλλά ταυτοχρόνως και για έρευνα με μυστικό χαρακτήρα, χωρίς γνώση του καθ’ ού, ο οποίος ενδέχεται να μην πληροφορηθεί ποτέ τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε η σε βάρος του κατηγορία. Εκτός όμως από την αποτελεσματικότητα της, η εν λόγω ειδική ανακριτική πράξη, γεννά ορισμένους προβληματισμούς, κυρίως λόγω της διττής νομικής της φύσης, εφόσον το κράτος φαίνεται να «εξαπατά» κατά μία έννοια τους πολίτες, έχοντας ως στόχο την καταστολή σοβαρών ποινικών φαινομένων, περιορίζοντας όμως με τον τρόπο αυτό, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η προβληματική που γεννήθηκε γύρω από την χρήση της ανακριτικής διείσδυσης είναι ιδιαίτερα σοβαρή, καθώς για τη σύμφωνη με το Νόμο διενέργεια της, πρέπει να ελέγχεται in concreto αν η αστυνομία ή οι ανακριτικοί υπάλληλοι έδρασαν σύννομα, χωρίς να παγιδεύουν, με οποιοδήποτε κόστος, τον δράστη ή τους δράστες των εγκλημάτων. Συνεπώς, με την παρούσα ειδική πράξη διείσδυσης, η οποία χαρακτηρίζεται μάλιστα, ως ιδιαίτερα επαχθής, «δοκιμάζεται» θα λέγαμε, το συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθ. 20 Σ. αλλά και στο αυξημένης τυπικής ισχύος αρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα του κατηγορουμένου σε μια δίκαιη δίκη, το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του, όπως αυτοτελώς προβλέπεται πλέον στο αρ. 104 Κ.Π.Δ., καθώς και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σημαντικό εκ μέρους των αρχών, να μην παραβιάζονται, στο όνομα της καταστολής του οργανωμένου εγκλήματος, τα ως άνω δικαιώματα, σεβόμενοι ταυτόχρονα τη σημασία της ανθρώπινης αξίας (άρθ. 2 παρ. 1 του Συντ.) και το κατά πόσο αυτή καταπατάται με την εφαρμογή αυτών των «ακραίων» τεχνικών. Ο θεσμός της ανακριτικής διείσδυσης, αποτελεί σήμερα, ένα από τα πλέον φλέγοντα και αμφισβητούμενα ζητήματα στον τομέα της αστυνομικής δραστηριότητας και ειδικότερα στον τομέα της διώξεως των ναρκωτικών, ενώ και στη χώρα μας η καταγραφή ως τώρα του μέτρου της, δεν καταγράφεται με ιδιαίτερο θετικό πρόσημο, καθώς πρόκειται για μια ενίοτε αναγκαία, πλην όμως οριακά επιτρεπτή συγκεκαλυμμένη αστυνομική δράση, η οποία δεν πρέπει κατά τα στάδια διενέργειας να μεταβάλλεται σε προβοκατόρικη παγίδευση του δράστη αλλά και σε μια γενικευμένη επιχείρηση δοκιμασίας της αρετής των πολιτών[3]. Προς αυτή την κατεύθυνση λειτούργησε και ο νέος Κ.Π.Δ. ο οποίος βελτίωσε σε μεγάλο βαθμό το ρυθμιστικό της πλαίσιο, διευρύνοντας τη στο άρθρο 253 και προτάσσοντας την εποπτεία των εισαγγελικών οργάνων σε όλα τα στάδια διενέργειας της (254 ΚΠΔ παρ. 1 β εδ.ε’), ως εγγυητικό όρο νομιμοποίησης της.
[1] Δαλακούρας Θ., Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του αρθ. 6 του Ν. 2928/2001, Ποιν. Χρον. ΝΑ σελ. 1020 επ.
[2] Α. Παπαδαμάκης, Ανακριτική διείσδυση: όρια και υπερβάσεις, ΠοινΔικ Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010
[3] Α. Παπαδαμάκης, Ποινική δικονομία, θεωρία- πράξη- νομολογία, 9η έκδοση, σελ 222, Εκδόσεις Σάκκουλα.