Η απεργία προσωπικού ως “έκτακτη περίσταση” για αζήμια ακύρωση πτήσης
ΔΕΕ C‑613/20 της 06.10.2021, CS κατά Eurowings GmbH, ECLI:EU:C:2021:820
Σε περίπτωση ματαίωσης πτήσης, το άρθρο 5 του Κανονισμού 261/2004 προβλέπει ότι οι θιγόμενοι επιβάτες δικαιούνται αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ίδιου νομοθετήματος, εκτός αν έχουν προηγουμένως ενημερωθεί για τη ματαίωση αυτή εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στην παρ 1, στοιχ. γʹ, σημ. i έως iii, του άρθρου 5.
Το άρθρο 5 παρ. 3 του Κανονισμού 261/2004 καθιστά, εντούτοις, δυνατό στον εν λόγω πραγματικό αερομεταφορέα να απαλλαγεί από την υποχρέωση να πληρώσει αποζημίωση, αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από «έκτακτες περιστάσεις» οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.
Όπως προκύπτει από την απόφαση ΔΕΕ C‑28/20, σκ. 23-24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, η έννοια των «εκτάκτων περιστάσεων» στην παραπάνω διάταξη πρέπει να τυγχάνει συσταλτικής ερμηνείας. Περιλαμβάνει δε τα γεγονότα εκείνα τα οποία, ως εκ της φύσεως ή των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και επί των οποίων αυτός δεν έχει πραγματικό έλεγχο. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς και να εξετάζονται κατά περίπτωση.
Μια απεργία προσωπικού με την οποία προβάλλονται διεκδικήσεις μισθολογικές και/ή σχετικές με κοινωνικές παροχές πρέπει να θεωρείται ως γεγονός το οποίο δεν εκφεύγει πλήρως του αποτελεσματικού ελέγχου του οικείου αερομεταφορέα-εργοδότη. Πράγματι, εφόσον η απεργία συνιστά δικαίωμα των εργαζομένων, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, η επίκλησή του από αυτούς και η συνακόλουθη κινητοποίησή τους προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα όρια του προβλέψιμου για κάθε εργοδότη, ιδίως όταν της απεργίας αυτής έχει προηγηθεί προειδοποίηση.
Αναφέροντας ο Ενωσιακός νομοθέτης στην αιτ. σκ. 14 του Κανονισμού 261/2004, ότι είναι δυνατόν να προκύψουν έκτακτες περιστάσεις, ιδίως σε περίπτωση απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα, εννοούσε τις απεργίες που είναι άσχετες προς τη δραστηριότητα του οικείου αερομεταφορέα. Ως εκ τούτου, είναι ιδιαιτέρως πιθανόν να αποτελούν «έκτακτες περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 3 του εν λόγω Κανονισμού, οι απεργιακές κινητοποιήσεις των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας ή του προσωπικού του αεροδρομίου. Εν γένει, αν η απεργία οφείλεται σε διεκδικήσεις τις οποίες μόνον οι δημόσιες αρχές μπορούν να ικανοποιήσουν και οι οποίες, συνεπώς, εκφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του οικείου αερομεταφορέα, μπορεί να αποτελέσει «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 3 Κανονισμού 261/2004.
Όσον αφορά, λοιπόν, τις απεργίες που συνιστούν “εσωτερικό γεγονός” για την επιχείρηση του αερομεταφορέα, η περίσταση ότι μια απεργία επεκτείνεται σε τομείς που επηρεάζουν τις δραστηριότητες επιχείρησης την οποία δεν αφορούσε αρχικώς η εξαγγελλόμενη κινητοποίηση, δεν αποτελεί γεγονός ασύνηθες ή απρόβλεπτο. Ακολούθως, στην ένδικη υπόθεση, οσάκις μια συνδικαλιστική οργάνωση καλεί σε απεργία το προσωπικό μητρικής εταιρίας, είναι αναμενόμενο το προσωπικό άλλων οντοτήτων του ομίλου τον οποίο διευθύνει η εν λόγω μητρική εταιρία να συμμετάσχει στην απεργία από αλληλεγγύη ή για να προασπίσει, με την ευκαιρία αυτή, τα δικά του συμφέροντα.
Εν κατακλείδι, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της υποχρεώσεως αποζημιώσεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, παρ. 1 Κανονισμού 261/2004, η απεργία του προσωπικού πραγματικού αερομεταφορέα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έκτακτη περίσταση», κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ 3 του Κανονισμού, όταν συνδέεται με διεκδικήσεις του προσωπικού του εν λόγω μεταφορέα που αφορούν μισθολογικές και/ή κοινωνικές παροχές και οι οποίες μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου εντός του ομίλου εταιριών στον οποίο ανήκει ο εν λόγω μεταφορέας. Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τον ενδεχομένως παράλογο ή δυσανάλογο χαρακτήρα των διεκδικήσεων που προβάλλονται από τους απεργούς, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, ο καθορισμός του ύψους των μισθών ή, γενικότερα, των όρων εργασίας εμπίπτει στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων του. Συναφώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικό το γεγονός ότι η διάρκεια της απεργίας παρατείνεται πέραν εκείνης που ενδεχομένως αναφέρεται στην προειδοποίηση για την απεργία, παρά το γεγονός ότι εν τω μεταξύ επιτεύχθηκε συμφωνία με τη μητρική εταιρία. Πράγματι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, η υπέρβαση της διάρκειας την οποία είχε αρχικά ανακοινώσει η συνδικαλιστική οργάνωση που κήρυξε την απεργία οδηγεί στον χαρακτηρισμό της απεργίας αυτής ως παράνομης, η εκτίμηση αυτή ουδεμία σημασία δύναται να έχει για τον χαρακτηρισμό της εν λόγω απεργίας υπό το πρίσμα του άρθρου 5 παρ. 3 του Κανονισμού 261/2004.