Ο αγοραστής επενδυτικών προιόντων ως καταναλωτής

ΑΠ 796/2023: Παροχή επενδυτικών συμβουλών – Περιεχόμενο ενημέρωσης του καταναλωτή – Ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης

Μια πολυ ενδιαφέρουσα απόφαση εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο στα μέσα του 2023, η οποία πραγματεύεται το ζήτημα εάν ένας αγοραστής επενδυτικών προιόντων, όπως είναι τα ομόλογα, μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής, με συνέπεια σε τέτοια περίπτωση να χαίρει της ειδικής προστασίας του καταναλωτικού δικαίου έναντι εταιριών επενδύσεων και διαχείρισης χαρτοφυλακίου, αλλά και των τραπεζών. Ο ΑΠ κάνει δεκτό ότι η αγορά τέτοιων προιόντων δεν αναιρεί per se την καταναλωτική ιδιότητα. Αν ο επενδυτής παραμένει καταναλωτής θα πρέπει να εξετάζεται ανά περίπτωση και εξαρτάται κατά βάση από το αν η δραστηριότητά του στην αγορά των επενδυτικών προιόντων είναι de facto επαγγελματική ή παραμένει παρεμπίπτουσα και ερασιτεχνική (βλ. και εδώ). Τούτο εξαρτάται από τη συχνότητα και το ύψος των σχετικών επενδύσεων, το είδος των επενδυτικών προιόντων του οικείου χαρτοφυλακίου, τυχόν συγκροτηθείσα εμπειρία και κατάρτιση σε σχέση με συγκεκριμένη επενδυτική αγορά, κ.α.

Σύμφωνα με το δικαστήριο “ο ενάγων υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και εφαρμόζεται εν προκειμένω ο ν. 2251/1994, αφού δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσε, ήταν τόσο υψηλό, ενώ όπως αποδείχθηκε δεν είχε προηγούμενη ενασχόληση με επενδυτικά προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε διέθετε υπερβαίνουσα τον μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά του χαρακτηριστικά γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων είχε προηγούμενη επενδυτική εμπειρία, καθώς είχε επενδύσει και σε άλλα ομόλογα, τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι η σύγχρονη και η μεταγενέστερη αλλά εγγύτατη του επιδίκου χρονικού διαστήματος αγορά ομολογιών δεν συνιστά προηγούμενη μακροχρόνια ενασχόληση του. Μάλιστα μέχρι την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης διαβίβασης εντολών ο ενάγων ουδέποτε είχε ασχοληθεί με αγορά ομολογιών, διατηρούσε δε, όπως προαναφέρεται, τα χρήματα του αποκλειστικά σε τραπεζικούς καταθετικούς λογαριασμούς στο υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι, όπως άλλωστε η ίδια συνομολογεί. Σε αντίθετη κρίση, ήτοι περί πεπειραμένου επενδυτή, δεν μπορεί να οδηγήσει η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντος, κάποιων μετοχών εταιριών εισηγμένων στο Ελληνικό Χρηματιστήριο (ΔΕΗ Α.Ε., «ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ», Εμπορικής Τράπεζας, EUROBANK PROPERTIES), οι οποίες άλλωστε αποτελούσαν πολύ μικρό ποσοστό της αξίας του χαρτοφυλακίου του, καθώς από αυτές δεν αναιρείται, το γεγονός ότι ο ενάγων απέβλεπε προεχόντως στην διατήρηση του κεφαλαίου του και στην άμεση ρευστοποίηση των επενδύσεων του, υπαγόμενος εν προκειμένω στις διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή. “

Ακολούθως, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914, 281, 288 ΑΚ, και του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, ο ΑΠ σκιαγράφησε το καθήκον διαφώτισης του καταναλωτή που υπέχουν οι τράπεζες κατά την προώθηση επενδυτικών προιόντων. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι “οι προστηθέντες υπάλληλοι της τράπεζας παρέβησαν το καθήκον διαφώτισης του […] καταναλωτή, και δεν προσέφεραν σ’ αυτόν σαφή, ορθή, πλήρη και κατάλληλη συμβουλευτική καθοδήγηση σχετικά με το προταθέν επενδυτικό προϊόν, με αποτέλεσμα αυτός να μην είναι σε θέση να κατανοήσει ούτε τη φύση του ούτε τους πιθανούς κινδύνους του, αλλά, αντιθέτως, του παρέσχαν ανεπαρκή και παραπλανητική πληροφόρηση σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και τον επενδυτικό κίνδυνο που αναλάμβανε και ειδικότερα, ότι κατά την παροχή σ’ αυτόν της επενδυτικής συμβουλής για την αγορά του επίδικου ομολόγου, παρέστησαν στον καταναλωτή ότι πρόκειται για απλό τραπεζικό ομόλογο, χωρίς κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, παραλείποντας να τον ενημερώσουν για τα χαρακτηριστικά του ομολόγου και συγκεκριμένα δεν τον ενημέρωσαν ότι αυτό ήταν σύνθετο επενδυτικό προϊόν, μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση Baal, που ενείχε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο, αγνοώντας δε τα παραπάνω προέβη ο καταναλωτής στην άνω επένδυση, ενώ αν είχε ενημερωθεί και γνώριζε τούτο, ότι δηλαδή το ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του, δεν θα είχε αποδεχθεί τη συγκεκριμένη επένδυση.”

Συναφώς,  τυγχάνει “απορριπτέος ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι παρείχε στον ενάγοντα την προσήκουσα πληροφόρηση με την αποστολή σ’ αυτόν των οικείων παραστατικών αποτίμησης του χαρτοφυλακίου του και κίνησης του λογαριασμού μετά των τριμήνων εκτοκισμών, καθώς η εν λόγω ενημέρωση αφορά αποκλειστικά την πορεία του ομολόγου και σε καμία περίπτωση την αναγκαία ενημέρωση του για τους ενδεχόμενους κινδύνους από την αγορά του επίδικου ομολόγου και το σπουδαιότερο, για το εάν το επενδυθέν κεφάλαιο του αυτό ήταν εξασφαλισμένο κατά τη λήξη του, πράγμα που ενδιαφέρει τον κάθε επενδυτή, που  αποβλέπει, με τη συγκεκριμένη επενδυτική επιλογή, στην εξασφάλιση του κεφαλαίου του και στην είσπραξη τόκων στο μέχρι τότε χρονικό διάστημα. Επομένως, η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγόμενων, αποτελεί συγχρόνως και αδικοπρακτική ευθύνη αυτών, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288, των διατάξεων του ν.2251/1994 αλλά και του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ.”

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.