Ακυρωσία και ακυρότητα αποφάσεων γενικής συνέλευσης ΑΕ
ΠΠρΑθ 2809/2014
Με τον ν. 3604/2007 επήλθε μια εκ βάθρων αναμόρφωση των άρθρων 35α, 35β και 35γ του ν.2190/1920 σχετικά με την ακυρωσία αποφάσεων της ΓΣ στην ανώνυμη εταιρία. Η νέα ρύθμιση διεύρυνε τους λόγους ακυρωσίας, και πλέον σήμερα προβλέπονται τέσσερις κατηγορίες ακυρώσιμων αποφάσεων: α) αποφάσεις από ελήφθησαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τον νόμο ή το καταστατικό, β) αποφάσεις που ελήφθησαν από ΓΣ που δε είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί, γ) αποφάσεις που ελήφθησαν χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 και δ) αποφάσεις που ελήφθησαν κατά κατάχρηση εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, το άρθρο 35° παρ.1, εδ.α` και β` του ν.2190/1920 ορίζει ρητά ως ακυρώσιμες τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης που δεν έχει νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί. Η «σύγκληση της ΓΣ» καταρχήν περιλαμβάνει την εν γένει διαδικασία πρόσκλησης των μετόχων στη συνέλευση, από τη λήψη απόφασης του ΔΣ έως την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσίευσης της πρόσκλησης στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ και στον τύπο, κατ` άρθρο 26 παρ.2. Παρόλα αυτά, η πρόσκληση, με βάση την κρατούσα ερμηνεία, συσχετίζεται άμεσα με την διαδικασία λήψης της απόφασης, στο μέτρο που διάφορες παρανομίες της διαδικασίας καταλογίζονται ακόμα και σήμερα -υπό την επίδραση του προισχύσαντος δικαίου- στην πρόσκληση, καθιστώντας αυτήν παράνομη. Ο όρος συγκρότηση της ΓΣ, νοείται υπό ευρεία έννοια ως το σύνολο των τηρητέων διαδικαστικών πράξεων, ώστε η ΓΣ να συνεδριάζει ως εταιρικό όργανο κατά τους όρους του ν.2190/1920 (Ε. Περράκη, Το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, 2010 σελ.1350 επ.). Στο ισχύον δίκαιο, ενόψει της ευρύτατης διατύπωσης του εδ.α` αλλά και της ισότιμης πλέον αναφοράς του εδ. β` σε σύγκληση και σε συγκρότηση, μη νόμιμη συγκρότηση υπάρχει σε δύο περιπτώσεις: α) όταν στην συνέλευση συμμετέχουν πρόσωπα που δε δικαιούνται ή δεν νομιμοποιούνται από πλευράς προϋποθέσεων και διατυπώσεων να συμμετέχουν σ` αυτή ή αντίστροφα, β) όταν πρόσωπα που έχουν σχετικό δικαίωμα αποκλείονται παρανόμως από την συμμετοχή τους στην συνέλευση (Ε. Περάκης ο.π. σελ. 1335-6). Τέλος τα ελαττώματα της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία συγκλήθηκε η γενικής συνέλευση, πλέον δεν αποτελούν λόγο ακυρωσίας της απόφασης για σύγκληση της ΓΣ με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ακριβώς λόγω αυτών των ελαπωμάτων δεν μπόρεσαν οι μέτοχοι να πληροφορηθούν έγκαιρα και επαρκώς για την συγκαλούμενη συνέλευση. Ενδεικτικά ακυρώσιμες είναι οι αποφάσεις ΓΣ στις οποίες : α) όταν η πρόσκληση προέρχεται μεν από την εταιρία, πάσχει όμως είτε επειδή το συγκαλούν ΔΣ δεν υφίσταται νομίμως. Αντίθετα δεν είναι καν ακυρώσιμη αλλά απολύτως έγκυρη η σύγκληση, όταν το ΔΣ υφίσταται ως όργανο, αλλά η απόφαση του για τη σύγκληση είναι ελαττωματική, β) όταν η πρόσκληση της ΓΣ έχει μεν το ελάχιστο περιεχόμενο που ορίζει το άρθρο 35β παρ.2 όσον αφορά στο χρόνο και στον τόπο της συνεδρίασης, δεν έχει όμως πλήρως τα στοιχεία που επιτάσσει το άρθρο 26 παρ.2. γ) όταν η πρόσκληση δε απαριθμεί καθόλου θέματα ημερήσιας διάταξης ή τα ορίζει εντελώς ασαφώς ή όταν λαμβάνεται απόφαση σε ζήτημα το οποίο δεν αναγράφεται στην ημερήσια διάταξη ή δε έχει συνάφεια με αυτά, δ) όταν το ΔΣ παραλείπει την τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 27 παρ.2. ε) όταν αποκλείονται από την συνέλευση και από την άσκηση των δικαιωμάτων τους πρόσωπα που δικαιούνται να συμμετάσχουν πλήρως σ` αυτή και όταν συμμετέχει στη συνέλευση μέτοχος που δε δικαιούται να συμμετάσχει σ` αυτή. Το ελάττωμα της ακυρωσίας δε λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη ούτε αρκεί να προταθεί εξωδίκως. Οφείλει να προταθεί με αγωγή που θα ασκηθεί από συγκεκριμένα πρόσωπα και εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, ενώ γίνεται δεκτό ότι δε μπορεί να προταθεί με ένσταση (Ε. Περράκη,ο.π σελ.1350). Ο νόμος 3604/2007 καθιέρωσε δύο λόγους ακυρότητας των αποφάσεων της ΓΣ , όπως ορίζονται στο άρθρο 35β, ήτοι: α) τη λήψη απόφασης από ΓΣ που συγκροτήθηκε χωρίς προηγούμενη σύγκληση της (άρθρο 35β παρ.1-3) και β) η κατά περιεχόμενο αντίθεση της στο νόμο ή στο καταστατικό (άρθρο 35β παρ.1). Η άκυρη απόφαση θεωρείται αυτοδικαίως ανύπαρκτη και δε αναπτύσσει ή από τη λήψη της τις έννομες συνέπειες της (άρθρο 180 ΑΚ). Η ακυρότητα σε αντίθεση με την ακυρωσία, επέρχεται αυτοδικαίως χωρίς υποχρεωτική παρεμβολή δικαστικής κρίσης, υπάρχουν δύο περιπτώσεις στις οποίες η διαπίστωση της ακυρότητας άγεται ενώπιον του δικαστηρίου: α) η πρώτη περίπτωση συντρέχει όταν κάποιο νομιμοποιούμενο πρόσωπο ασκεί αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας προκειμένου να διαλευκάνει μία αμφισβητούμενη περίπτωση, είτε να αποτρέψει την ίαση της ακυρότητας με την άπρακτη παρέλευση της ενιαυσίας προθεσμίας του άρθρου 34β παρ.4. β) η δεύτερη περίπτωση συντρέχει όταν η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο που εξετάζει παρεπιμπτόντως το κύρος της απόφασης ως προδικαστικό ζήτημα της κύριας υπόθεσης. Συνεπώς, η ακυρότητα της απόφασης της ΓΣ επέρχεται αυτοδικαίως από της λήψη της (αρ.180 ΑΚ) και η δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής αναγνωρίζει απλώς και δε κηρύσσει την ακυρότητα της (Ε. Περράκη, ο.π σελ.1374). Η διάκριση μεταξύ τακτικής και έκτακτης γενικής συνέλευσης δεν ορίζεται ευθέως στο νόμο αλλά στηρίζεται στο περιεχόμενο της ημερήσιας διάταξης, στις αποφάσεις δηλαδή που καλείται να λάβει μια γενικής συνέλευση. Τακτική γενική συνέλευση θεωρείται εκείνη, η οποία συνέρχεται υποχρεωτικά κάθε εταιρική χρήση και το αργότερο σε έξι μήνες από τη λήξη της. Αποφασίζει δε για την έγκριση των ετήσιων λογαριασμών και τη διάθεση των ετήσιων κερδών (αρ.34 παρ. 1γ και δ), για την απαλλαγή των μελών του δ.σ. και των ελεγκτών από κάθε ευθύνη για αποζημίωση (άρθρο 35 παρ.1) και για την εκλογή των ελεγκτών για την επόμενη εταιρική χρήση (άρθρο 36 παρ.3). Επίσης έχει την εξουσία να αποφασίζει για οποιοδήποτε άλλο θέμα που έχει συμπεριληφθεί στην ημερήσια διάταξη. Έκτακτη ΓΣ θεωρείται εκείνη που συγκαλείται σε μη καθορισμένο από το νόμο χρόνο, προκειμένου να λάβει απόφαση για συγκεκριμένα θέματα. Η έκτακτη ΓΣ συγκαλείται από το δ.σ. σε περίπτωση αίτησης μετόχων που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας (άρθρο 39 παρ.1, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα σύγκλησης της γ.σ. από τους αιτούντες μετόχους με απόφαση του δικαστηρίου εφόσον το διοικητικό συμβούλιο αδρανεί), σε περίπτωση αίτησης των ελεγκτών, όταν το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας γίνει κατώτερο του μισού του μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να αποφασίσει τη λύση της εταιρίας καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο κρίνει ότι απαιτείται η λήψη της απόφασης. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης Ανωνύμου Εταιρείας μπορεί να ακυρωθεί, ύστερα από αγωγή μετόχου που κατέχει μετοχές που εκπροσωπούν τα 2/100 του κεφαλαίου αν δεν παρέστη στη συνέλευση ή αντιτάχθηκε στην απόφαση (35α & 3 ν.2190/1920), με διαπλαστική δικαστική απόφαση, μέχρι όμως την τελεσίδικη κήρυξη της ακυρότητας της, τούτη παράγει πλήρως τα αποτελέσματα της.