Οι προσφεύγοντες στο ΕΔΔΑ προσλήφθηκαν μεταξύ του Οκτωβρίου του 2012 και του Φεβρουαρίου του 2013 για να μαζεύουν φράουλες σε αγρόκτημα στη Μανωλάδα, χωρίς να διαθέτουν άδεια εργασίας. Κατά τη συμφωνία τους με την εργοδότρια επιχείρηση, θα ελάμβαναν ημερομίσθιο 22 ευρώ για επτά ώρες εργασίας και τρία ευρώ επιπλέον για κάθε ώρα υπερωρίας. Στην πραγματικότητα όμως υποχρεώνονταν να δουλεύουν καθημερινά 12 ώρες υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών και χωρίς να τους καταβάλλονται τα δεδουλευμένα τους. Φιλοξενούνταν σε πρόχειρα παραπήγματα, χωρίς τουαλέτες ή τρεχούμενο νερό.
Το 2013 οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία, ζητώντας την καταβολή των ημερομισθίων τους. Την 17-4-2013 έλαβε χώρα συμπλοκή μεταξύ εργατών, εργοδοτών και επιστατών, κατά την οποία ένας από τους φρουρούς άνοιξε πυρ, τραυματίζοντας σοβαρά 30 εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων ήταν και 21 από τους αιτούντες.
Ασκήθηκε ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας – που στη συνέχεια μεταβλήθηκε ως κατηγορία σε πρόκληση βαρείας σωματικής βλάβης – καθώς επίσης και για εμπορία ανθρώπων. Με απόφαση της 30-7-2014 το αρμόδιο ελληνικό δικαστήριο απάλλαξε τους κατηγορουμένους από την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων και καταδίκασε τον ένοπλο φρουρό και έναν από τους εργοδότες για τις προκληθείσες σωματικές βλάβες και παράνομη χρήση πυροβόλων όπλων, επιβάλλοντας ποινές φυλάκισης που μετατράπηκαν σε χρηματική ποινή.
Το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι τα ελληνικά δικαστήρια ερμήνευσαν και εφάρμοσαν την έννοια της εμπορίας ανθρώπων με πολύ περιοριστικό τρόπο. Τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά και ιδιαίτερα οι συνθήκες εργασίας των προσφευγόντων, έδειξαν σαφώς ότι αυτοί περιήλθαν σε κατάσταση εμπορίας ανθρώπων και υποβλήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση των προσφευγόντων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4§2 της ΕΣΔΑ.