Απόφαση κόλαφος του ΔΕΕ για το δικαιοδοτικό σύστημα της Πολωνίας
Απόφαση ΔΕΕ της 25/7/2018 στην υπόθεση C-216/18 PPU:
Την 1η Φεβρουαρίου 2012, την 4η Ιουνίου 2012 και την 26η Σεπτεμβρίου 2013, τα πολωνικά δικαστήρια εξέδωσαν τρία ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως κατά του LM, με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοσή του στις πολωνικές αρχές προκειμένου να του ασκηθούν ποινικές διώξεις, ιδίως για παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.
Στις 5 Μαΐου 2017, ο εκζητούμενος συνελήφθη στην Ιρλανδία δυνάμει των ανωτέρω ενταλμάτων και προσήχθη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία). Ο εκζητούμενος πληροφόρησε το δικαστήριο αυτό ότι δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του στις πολωνικές δικαστικές αρχές και τέθηκε υπό κράτηση εν αναμονή αποφάσεως περί της παραδόσεώς του στις αρχές αυτές.
Ο εκζητούμενος υποστήριξε συγκεκριμένα, ότι η παράδοσή του στις πολωνικές αρχές θα τον εξέθετε σε πραγματικό κίνδυνο κατάφωρης στερήσεως δικαστικής προστασίας, κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Συναφώς, ο εκζητούμενος προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι οι πρόσφατες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος στη Δημοκρατία της Πολωνίας του στερούν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Κατά τον εκζητούμενο, οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις υπονομεύουν ουσιωδώς τη βάση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της αρχής που εκδίδει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και της αρχής που εκτελεί το εν λόγω ένταλμα, με αποτέλεσμα να πλήττεται η λειτουργία του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. [Σχετικά με τους ισχυρισμούς αυτούς παραπέμπουμε τους αναγνώστες μας στις εξής παλαιότερες αναρτήσεις μας: 2015, 2016α, 2016β].
Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) της Ιρλανδίας αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα σε σχέση με τη νομιμοποίησή του να να εκτιμήσει, με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο, εάν η κατάσταση στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης είναι ασύμβατη με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και σε καταφατική απάντηση να αναστείλει την παράδοση του εκζητούμενου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι:
Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι, εφόσον η δικαστική αρχή εκτελέσεως που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως για την άσκηση ποινικών διώξεων έχει στη διάθεσή της στοιχεία, όπως αυτά που περιλαμβάνονται σε αιτιολογημένη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία διατυπώθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, ΣΕΕ, τα οποία συντείνουν στην ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους που εξέδωσε το ένταλμα, η εν λόγω δικαστική αρχή οφείλει να διερευνήσει, με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο, εάν, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεως του προσώπου, της φύσεως του αδικήματος για το οποίο διώκεται, του πραγματικού πλαισίου που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, καθώς και των πληροφοριών που προσκόμισε το κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα συλλήψεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, όπως έχει τροποποιηθεί, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το οικείο πρόσωπο θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεώς του στο επίμαχο κράτος μέλος.
Στην περίπτωση που οι πληροφορίες τις οποίες η εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή, έχοντας εν ανάγκη ζητήσει τη βοήθεια της κεντρικής αρχής ή μίας εκ των κεντρικών αρχών του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, υπό την έννοια του άρθρου 7 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C-404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 97), έθεσε υπόψη της δικαστικής αρχής εκτελέσεως δεν πείθουν την τελευταία ότι δεν συντρέχει πραγματικός κίνδυνος το οικείο πρόσωπο να υποστεί, εντός του επίμαχου κράτους μέλους, προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, της ουσίας του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να μην εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που έχει εκδοθεί κατά του συγκεκριμένου προσώπου.