C‑84/20 P: Οι δικηγόροι ως διάδικοι ενώπιον ΔΕΕ & ΓενΔικΕΕ
Έλληνες πολίτες προσέφυγαν στο Γενικό Δικαστήριο ΕΕ με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1157 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας (ΕΕ 2019, L 188, σ. 67). [Προς στήριξη της προσφυγής τους, προέβαλαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούσαν, αντιστοίχως: 1. Προσβολή της προσωπικής ζωής και της ελευθερίας τους, καθώς και του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· 2. Προσβολή της θρησκευτικής συνειδήσεώς τους· 3. Παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και 4. Παράβαση του άρθρου 1 του Χάρτη.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφεύγοντες, ως φυσικά πρόσωπα και νομικό πρόσωπο αντίστοιχα, νομιμοποιούνται να ζητήσουν την ακύρωση νομοθετικής πράξεως, όπως είναι ο κανονισμός 2019/1157, η οποία εκδόθηκε κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία υπό την έννοια του άρθρου 289, παράγραφος 1, και του άρθρου 294 ΣΛΕΕ, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή τους αφορά άμεσα και ατομικά, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής. Εν προκειμένω, όμως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 19 της διατάξεώς του, ότι ο Κανονισμός 2019/1157 δεν αφορά ατομικά τους προσφεύοντες, υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο Κανονισμός αυτός δεν θίγει τους προσφεύγοντες λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τους διακρίνει από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο αλλά λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους, τις οποίες συμμερίζεται ή θα μπορούσε να συμμερίζεται απροσδιόριστος αριθμός προσώπων.]
Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 21 της διατάξεώς του, ότι η προσφυγή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τον έκτο προσφεύγοντα, δεδομένου ότι αυτός δεν προσέφυγε στις υπηρεσίες τρίτου δικηγόρου για την εκπροσώπησή του, αλλά ενήργησε ιδίω ονόματι.
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.
Κατά το άρθρο 19, πρώτο έως τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού αυτού:
«Τα κράτη μέλη καθώς και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αντιπροσωπεύονται ενώπιον του Δικαστηρίου από εκπρόσωπο που διορίζεται για κάθε υπόθεση· ο εκπρόσωπος δύναται να επικουρείται από σύμβουλο ή δικηγόρο.
Κατά τον ίδιο τρόπο εκπροσωπούνται και τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο[, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3),] κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία.
Οι λοιποί διάδικοι εκπροσωπούνται από δικηγόρο.
Μόνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Το άρθρο 51, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει τα εξής:
«1. Οι διάδικοι εκπροσωπούνται από εκπρόσωπο ή δικηγόρο σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 19 του Οργανισμού [του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης].
2. Ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπεί ή επικουρεί διάδικο οφείλει να καταθέσει στη γραμματεία αποδεικτικό νομιμοποιήσεώς του που να βεβαιώνει ότι έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία [για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο] κράτους.»
Απόφαση ΔΕΕ C-84/20 P
Ο έκτος εκ των νυν αναιρεσειόντων, πέραν του ότι ο κανονισμός 2019/1157 δεν τον αφορά ατομικά, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 19, καθόσον δεν προσέφυγε στις υπηρεσίες τρίτου δικηγόρου για την εκπροσώπησή του, αλλά ενήργησε ιδίω ονόματι, υπογράφοντας ο ίδιος το δικόγραφο της προσφυγής και επικαλούμενος την ιδιότητά του ως δικηγόρου με βάση το αποδεικτικό νομιμοποιήσεως του άρθρου 51, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.
Οι αναιρεσείοντες εκθέτουν συναφώς ότι από το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προκύπτει ότι πρόσωπο το οποίο έχει την ιδιότητα του δικηγόρου και το οποίο προσκόμισε το αποδεικτικό νομιμοποιήσεως κατά το άρθρο 51, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου της προσφυγής, να εκπροσωπείται από τρίτο δικηγόρο στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής. Αντιθέτως, κατά τους αναιρεσείοντες, από τη διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 51, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι μόνος όρος του παραδεκτού για την παράσταση δικηγόρου ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης είναι η προσκόμιση πιστοποιητικού εγγραφής του σε δικηγορικό σύλλογο του κράτους μέλους όπου ασκεί το επάγγελμά του. Επιπλέον, η ερμηνεία του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο αντιβαίνει, κατά τους αναιρεσείοντες, στα δικαιώματα προσβάσεως στη δικαιοσύνη και ένδικης προστασίας, τα οποία κατοχυρώνονται με το άρθρο 47 του Χάρτη. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε συναφώς τα εν λόγω δικαιώματα του έκτου αναιρεσείοντος κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 4, ΣΕΕ, δεδομένου ότι η απαίτηση περί προσφυγής στις υπηρεσίες τρίτου δικηγόρου δεν αποτελεί αναγκαίο και ενδεδειγμένο μέτρο για το παραδεκτό της προσφυγής ενός προσώπου.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, πρέπει συναφώς να υπομνησθεί, ότι το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει δύο αυτοτελείς προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς. Η πρώτη προϋπόθεση, η οποία διαλαμβάνεται στο τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, επιβάλλει την υποχρέωση του διαδίκου να εκπροσωπείται από δικηγόρο. Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία διαλαμβάνεται στο τέταρτο εδάφιο του ίδιου άρθρου, προβλέπει ότι ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τον διάδικο αυτόν πρέπει να έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένα ότι από το γράμμα του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, από τη χρήση του όρου «εκπροσωπούνται» προκύπτει ότι ένας «διάδικος», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του, δεν επιτρέπεται να παρίσταται αυτοπροσώπως ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, αλλά πρέπει να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες τρίτου δικηγόρου (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2020, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA, C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2020:73, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από τον σκοπό της εκπροσωπήσεως από δικηγόρο των διαδίκων που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 19, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος συνίσταται, αφενός, στο να μην ασκούν αυτοπροσώπως οι ιδιώτες ένδικη προσφυγή χωρίς να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ενός ενδιαμέσου προσώπου και, αφετέρου, στο να διασφαλίζεται ότι η υπεράσπιση των νομικών προσώπων γίνεται από εκπρόσωπο ο οποίος διαφοροποιείται επαρκώς από το νομικό πρόσωπο το οποίο εκπροσωπεί (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2020, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA, C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2020:73, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Κατά συνέπεια, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, καθόσον ο έκτος αναιρεσείων δεν προσέφυγε στις υπηρεσίες τρίτου δικηγόρου για να εκπροσωπηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά ενήργησε ιδίω ονόματι, υπογράφοντας ο ίδιος το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφυγή ακυρώσεως δεν πληροί ως προς αυτόν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η περίσταση, την οποία μνημονεύουν οι αναιρεσείοντες στην αίτησή τους αναιρέσεως, ότι ο έκτος αναιρεσείων προσκόμισε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το αποδεικτικό νομιμοποιήσεως του άρθρου 51, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο πιστοποιούσε την εγγραφή του ως δικηγόρου στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (Ελλάδα), δεν δύναται να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, δεδομένου ότι, όσον αφορά τις ευθείες προσφυγές, καμία παρέκκλιση ή εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή δεν προβλέπεται από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από τους Κανονισμούς Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, η κατάθεση δικογράφου προσφυγής υπογεγραμμένου από τον ίδιο τον προσφεύγοντα δεν αρκεί για την άσκηση προσφυγής, έστω και αν ο προσφεύγων είναι δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2020, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA, C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2020:73, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, ως προδήλως αβάσιμος.