Κοινωνικό περιβάλλον και παραβατικότητα ανηλίκων

Του Γρηγορίου-Ευτυχίου Τζούλια,

πτυχιούχου Τμήματος Φυσικής ΑΠΘ, Εκπαιδευτικού

1.Εισαγωγή

Η νεανική παραβατικότητα είναι φαινόμενο με πολλές αιτίες και πολλές προεκτάσεις. Σημαντικές για την εμφάνιση και εξάπλωση του φαινομένου αυτού είναι μεταξύ άλλων οι επιρροές του περιβάλλοντος του παιδιού, όπως αυτό αναλύεται σε στενό οικογενειακό και σε ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η σύντομη αυτή μελέτη αναδεικνύει τις εν λόγω επιδράσεις και τις λαμβάνει υπόψη για να προτείνει κατάλληλες μεθόδους πρόληψης και καταστολής της παραβατικότητας των ανηλίκων.

2. Η έννοια της παραβατικότητας ανηλίκων

Ως «παραβατικότητα ανηλίκων» μπορεί να οριστεί η συμμετοχή σε έκνομες συμπεριφορές ή δραστηριότητες ατόμων που δεν έχουν ακόμα ενηλικιωθεί σύμφωνα με το δίκαιο της οικείας έννομης τάξης (Κατσούνη-Νόβα, 2001). Η διάρκεια της ανηλικότητας γνωρίζει αποκλίσεις από χώρα σε χώρα, λόγω των διαφορετικών αντιλήψεων που επικρατούν για τον αναγκαίο χρόνο πλήρους ψυχοσωματικής και διανοητικής ανάπτυξης του ανθρώπου. Στη χώρα μας εκτείνεται μέχρι τα 18 έτη ενός προσώπου.

Σε κάθε περίπτωση, η ενηλικίωση με τη νομική έννοια του όρου, συναρτάται με την κατάκτηση της ωριμότητας που δικαιολογεί πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και ικανότητα προς καταλογισμό. Δηλ. ικανότητα να αναλάβει κανείς δικαιώματα και υποχρεώσεις στο δικό του όνομα, αλλά και να τιμωρηθεί για τις ζημιογόνες πράξεις του. Σε όλα τα ευνομούμενα κράτη, η παραβατικότητα κατά το στάδιο της ανηλικότητας και της πρώιμης ενηλικότητας αντιμετωπίζεται ηπιότερα από την Πολιτεία. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις αποβλέπουν σε σωφρονισμό με την έννοια της γαλούχησης και ανάπλασης της προσωπικότητας του παραβατικού ανηλίκου, η οποία βρίσκεται ακόμα σε ανάπτυξη (Κουράκης, 2006).

Η παραβατικότητα των ανηλίκων περιλαμβάνει συμπεριφορές που τυποποιούνται ως ποινικά αδικήματα. Τέτοιες συμπεριφορές συνηθέστερα απειλούν ή βλάπτουν έννομα αγαθά, όπως η ιδιοκτησία (κλοπές, ληστείες, κλπ., τετελεσμένες ή σε απόπειρα), η ζωή και η υγεία (π.χ., απλές, βαριές, επικίνδυνες ή και θανατηφόρες σωματικές βλάβες). Άλλες συνήθεις εκφάνσεις της νεανικής παραβατικότητας αφορούν τροχαίες παραβάσεις (π.χ., «κόντρες», οδήγηση χωρίς δίπλωμα, οδήγηση χωρίς κράνος ή υπό την επήρεια αλκοόλ), διακίνηση και χρήση τοξικοεξαρτησιογόνων ουσιών, οπλοχρησία και οπλοκατοχή, βανδαλισμούς και συμπλοκές (Κουράκης, 2006). Διαχρονικά, πάντως, στην έννοια της παραβατικότητας των ανηλίκων εμπίπτουν και συμπεριφορές που δεν τιμωρούνται ποινικά ή που έχουν μόλις πρόσφατα ποινικοποιηθεί προς ανάσχεση αυξητικών τάσεων στην εμφάνισή τους και την ένταση της απαξίας τους. Εδώ εμπίπτουν για παράδειγμα ο σχολικός εκφοβισμός (bullying), η παρενόχληση μέσω διαδικτύου, κ.α.

3. Αίτια της παραβατικότητας των ανηλίκων

Από στατιστικής άποψης, η συχνότητα και βαρύτητα της παραβατικότητας των ανηλίκων προσεγγίζει αυτή που χαρακτηρίζει τους ενήλικες. Για παράδειγμα, ποσοστό 42% των ανθρωποκτονιών που διαπράττονται κατ’ έτος σε παγκόσμιο επίπεδο, αποδίδεται σε δράστες ηλικίας 10 έως 29 ετών (WHO, 2020). Στη χώρα μας τα περισσότερα κρούσματα νεανικής παραβατικότητας αφορούν εγκλήματα κατά της ξένης ιδιοκτησίας, ενώ ακολουθούν σε μεγάλη απόσταση τα εγκλήματα κατά της υγείας, περί τα ναρκωτικά και περί όπλων. Από το 2020 παρατηρείται, πάντως, σημαντική αύξηση των καταγεγραμμένων περιστατικών παραβατικής συμπεριφοράς ανηλίκων (ΕΛ.ΛΑΣ, 2020). Τούτο είναι εύλογο να απασχολεί την Πολιτεία και να παρακινεί την επιστημονική κοινότητα και τους ιθύνοντες σε έρευνες για τη διαπίστωση των αιτιών, με απώτερο σκοπό την πρόληψη και καταστολή του φαινομένου.

3.1 Η παραβατικότητα ανηλίκων ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο

Η παραβατικότητα των ανηλίκων θεωρείται πολυπαραγοντικό φαινόμενο που χρήζει διεπιστημονικής αντιμετώπισης. Επηρεάζεται από το φύλο και άλλες βιολογικές παραμέτρους του παιδιού, αλλά και από την ψυχοσυναισθηματική του υγεία, το οικογενειακό του περιβάλλον και τις συνθήκες διαβίωσης, όπως και εν γένει το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αυτό γεννιέται και μεγαλώνει. Καταρχάς, η εγκληματολογία αποδίδει την τάση για ανάπτυξη παραβατικής συμπεριφοράς σε χρωμοσωμικές διαταραχές, γονιδιακές προδιαγραφές και την κληρονομικότητα, το ορμονολογικό προφίλ του ατόμου, ιδίως δε τις τιμές της τεστοστερόνης και της κορτιζόλης, αλλά και σε συγκεκριμένες νόσους (Τσουραμάνης, 2020). Τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν, άλλωστε, ότι η πλειοψηφία των κρουσμάτων που καταγράφονται, αφορούν έφηβα αγόρια από προβληματικές οικογένειες, όπου παρατηρείται π.χ. παραβατικότητα γονέων, χρήση ουσιών, αποξένωση, οικονομικές δυσχέρειες, κ.α. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά κάνουν επίσης χρήση ουσιών, ενώ έχουν εγκαταλείψει τις σπουδές τους (Αρτινοπούλου, 2008).  

3.2 Οι επιρροές του οικογενειακού περιβάλλοντος

Πράγματι, το δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να ευθύνεται για την παραβατικότητα των νέων, αφενός, λόγω της δημιουργίας αρνητικών προτύπων, τα οποία το παιδί μιμείται ενστικτωδώς και λόγω έλλειψης κοινωνικής εμπειρίας. Αφετέρου, σε οικογένειες που ταλαιπωρούνται από τη σκληρή βιοπάλη ή που άλλοι λόγοι αποσπούν την προσοχή των ενηλίκων μελών, τα παιδιά στερούνται συνήθως τη γονική συμβουλή και επιτήρηση που χρειάζονται για να αναπτύξουν έναν κώδικα αξιών και άμυνες έναντι αρνητικών επιρροών (Κατσιγαράκη, 2011). Επίσης, οι ψυχολογικές συγκρούσεις, η κατάθλιψη, κλπ., που μπορεί να εμφανίσει ένα παιδί λόγω απουσίας ενός γονέα (από θάνατο, εγκατάλειψη, κλπ.), λόγω βιωμάτων ενδοοικογενειακής βίας, όπως και λόγω ανέχειας, είναι πιθανό να το οδηγήσουν στην παραβατικότητα (Ζάχαρης, 2003).

3.3 Οι επιρροές του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος

Πέρα από την οικογένεια, για την έξαρση της νεανικής παραβατικότητας ευθύνεται το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού, του οποίου οι παθογένειες άλλωστε σε μεγάλο βαθμό αντανακλώνται και στην οικογενειακή στέγη. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί, ότι η παραβατικότητα των ανηλίκων επηρεάζεται από τον κοινωνικό τους περίγυρο από δύο σκοπιές. Αφενός, οι κοινωνικές προσλαμβάνουσες των ανηλίκων μπορούν να τους οδηγήσουν στο έγκλημα. Αφετέρου, οι κοινωνικές εξελίξεις διαμορφώνουν τις εκφάνσεις της νεανικής εγκληματικότητας, με την έννοια ότι προκαλούν την εμφάνιση νέων μορφών εγκληματικής δράσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίδρασης αυτής, αποτελούν τα εγκλήματα στον κυβερνοχώρο (Τσουραμάνης, 2005).

Από τους κοινωνικούς παράγοντες που δύνανται να προκαλέσουν ή επιτείνουν τη νεανική παραβατικότητα, θα πρέπει εν πρώτοις να αναδειχθεί η οικονομική κατάσταση που επικρατεί σε εθνικό και τοπικό επίπεδο σε μια χώρα. Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, οι οικονομικές ανισότητες, η αναξιοκρατία, όπως και φαινόμενα παροδικής αποδιοργάνωσης λόγω γεωπολιτικών αναταραχών (π.χ. πολέμου), οικονομικών ή υγειονομικών κρίσεων, προκαλούν ανασφάλεια στους πολίτες, αμφισβήτηση των κοινωνικών δομών, αστάθεια του κράτους δικαίου, και εν τέλει αύξηση της εγκληματικότητας ενηλίκων και ανηλίκων (Φαρσεδάκης, 2005).

Σημαντικός είναι και ο ρόλος των ΜΜΕ για την προσωπικότητα που θα αναπτύξει ένας ανήλικος. Κοινωνίες όπου τα μέσα προωθούν λανθασμένα πρότυπα, π.χ. για εύκολο πλουτισμό, χυδαία σεξουαλικότητα και ανεξέλεγκτη απελευθέρωση, απειθαρχία, αναρχία, ωμή βία και επιθετικότητα, είναι επόμενο να γαλουχήσουν άτομα χωρίς ηθικούς φραγμούς και χωρίς πίστη σε θεσμούς. Τέτοια άτομα έχουν συνήθως τάση και παρόρμηση να παρανομήσουν (Μανουδάκη, 2011).

Συναφώς, πολύ αρνητική κρίνεται η χρήση του διαδικτύου από την παιδική ηλικία, χωρίς φίλτρα και χωρίς επιτήρηση. Στο σκοτεινό διαδίκτυο τα παιδιά μπορούν έρθουν σε επαφή με ωμή βία, ακατάλληλο περιεχόμενο και απαγορευμένα προϊόντα, ενώ αναπτύσσουν σχέσεις με αγνώστους, συχνά ενηλίκους και παραβατικούς. Οι επιρροές αυτές μπορούν να παρασύρουν το παιδί σε έκνομη και επικίνδυνη συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση, ο εθισμός του παιδιού στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και άλλες δραστηριότητες με έξυπνες συσκευές, το απομονώνει και το αποχαυνώνει, με αποτέλεσμα αυτό να εμφανίζει τάσεις περιθωριοποίησης και αντιδραστικότητας (Τσουραμάνης, 2005).

Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται, ότι και το πολιτισμικό περιβάλλον του παιδιού μπορεί να επηρεάσει τον ψυχισμό, το φρόνημα και τον αξιακό του κώδικα. Κοινωνίες που καλλιεργούν την προκατάληψη και τα στερεότυπα, τον εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία, κλπ., είναι επόμενο ότι θα γαλουχήσουν σοβινιστές και τραμπούκους, χωρίς καμία ανοχή στη διαφορετικότητα. Για τις αντιλήψεις αυτές σε μια κοινωνία μπορεί να ευθύνονται ιστορικά κατάλοιπα, θρησκευτικές κατηχήσεις, η πολιτική διαφθορά και κρατική αναξιοπιστία, οικονομικά συμφέροντα, αλλά και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο  του πληθυσμού.

Ιδίως σε περιοχές και πληθυσμιακές ομάδες, στις οποίες τα παιδιά συνηθίζεται να εγκαταλείπουν νωρίς το σχολείο ή να μην εγγράφονται ποτέ, να εργάζονται από την προεφηβική ηλικία και να δημιουργούν οικογένεια πριν ακόμα ενηλικιωθούν, όπως συμβαίνει μεταξύ των Ρομά, τα ποσοστά παραβατικότητας είναι υψηλά. Αφενός, τα μέλη τέτοιων κοινωνικών ομάδων δεν εντάσσονται στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό ιστό του κράτους όπου ζουν. Αφετέρου, οι πρόωρα αυξημένες ανάγκες τους και τα μηδαμινά εφόδια που διαθέτουν, τους οδηγούν σε αναζήτηση μεθόδων επιβίωσης άνευ όρων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η νεανική παραβατικότητα είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού ενός αισθήματος ανομίας και πιεστικής ανάγκης (Γασπαρινάτου, 2020).

4. Μέθοδοι πρόληψης και καταστολής

Με βάση τα παραπάνω, η πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας αποτελεί καταρχάς έργο της Πολιτείας, η οποία οφείλει να λαμβάνει μέτρα για τη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας και η ανοιχτή εκπαίδευση μπορούν να εξασφαλίσουν εφόδια για την είσοδο στην αγορά εργασίας, αλλά και ουσιαστική παιδεία σε παιδιά που δεν μπόρεσαν για διάφορους λόγους να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στην ώρα τους. Κίνητρα προς τους εργοδότες να προσλαμβάνουν άτομα προερχόμενα από ευπαθείς ομάδες, πρώην χρήστες, καταδίκους, Ρομά, κλπ., μπορούν να δώσουν στα άτομα αυτά τη δυνατότητα προσαρμογής στην οργανωμένη κοινωνία. Οι πολίτες πρέπει να ενθαρρύνονται να καταγγέλλουν κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας, ενώ οι διάφοροι φορείς παροχής συμβουλευτικής υποστήριξης και προστασίας σε οικογένειες και παιδιά (κοινωνικά παντοπωλεία και εστιατόρια, ξενώνες, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχοθεραπευτές, κλπ.), πρέπει να ενισχύονται οικονομικά, να επανδρώνονται με εξειδικευμένο προσωπικό και να διαδίδεται η δράση τους (Σταθόπουλος, 2005).

Από κει και πέρα, καταλυτικός για την αποτροπή της νεανικής εγκληματικότητας είναι ο ρόλος του σχολείου και του κάθε εκπαιδευτικού ξεχωριστά. Ο εκπαιδευτικός έχει την ευθύνη να παρατηρεί τους μαθητές του, ενώ οφείλει να διαθέτει τα εφόδια (εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία) ώστε να διαγιγνώσκει τις προβληματικές συμπεριφορές, εντοπίζοντας τις αιτίες τους. Αναλόγως, θα πρέπει να σχεδιάζει τις παρεμβάσεις του (Κατσίρας, 2008).

Έτσι, ο εκπαιδευτικός οφείλει να διακρίνει το παραμελημένο ή κακοποιημένο παιδί, το παιδί που εκδηλώνει βίαιη συμπεριφορά εις βάρος των συμμαθητών του ή του ίδιου του εαυτού του, που αφαιρεί αντικείμενα από τα άλλα παιδιά ή το σχολείο, που εκφράζει ρατσιστικές απόψεις και κάνει δεικτικά σχόλια εις βάρος αλλοδαπών, αλλόθρησκων κλπ. Οι παρεμβάσεις του εκπαιδευτικού πρέπει να εξατομικεύονται ανά περίπτωση και να έχουν σκοπό όχι την τιμωρία, αλλά την εξυγίανση και την ένταξη. Προς τούτο χρήσιμη είναι η αναφορά σε αξίες και ηθικές αρχές, ενδεχομένως μέσα από παιχνίδια ή ιστορίες, αναλόγως και της ηλικίας του παιδιού. Επιβάλλεται η επικοινωνία με τους γονείς και ίσως με αρμόδιους φορείς, π.χ. την αστυνομία ή κοινωνικές υπηρεσίες, κατόπιν συνεννόησης με τη διεύθυνση του σχολείου (Καλτσούνη-Νόβα, 2001).

5. Συμπεράσματα

Η παγκοσμιοποίηση, η διάδοση του διαδικτύου, οι συνεχείς οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις, έχουν διαμορφώσει τη σύγχρονη κοινωνία προκαλώντας έξαρση σε φαινόμενα παραβατικότητας και επηρεάζοντας τις μορφές εκδήλωσής της. Οι ανήλικοι ενδέχεται να οδηγηθούν στο έγκλημα υπό την επήρεια οικονομικής ανέχειας, πιέσεων από το οικογενειακό περιβάλλον, κοινωνικής περιθωριοποίησης, προσωπικής απομόνωσης, χρήσης ουσιών και λανθασμένων προτύπων. Στα πλαίσια αυτά, όχι μόνον η Πολιτεία, αλλά και το σχολείο μπορεί να δράσει αποτρεπτικά και κατασταλτικά.

(Σημ. το κείμενο έχει υποβληθεί ως εργασία στο μάθημα “Ειδική εκπαίδευση: Έρευνες και σύγχρονες τάσεις” του Μεταπτυχιακού προγράμματος “Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση” των Παν/μίων Πατρών και Λευκωσίας)

Βιβλιογραφία

Αρτινοπούλου, Β. (2008). Ανήλικοι-θύματα, Ανήλικοι-παραβάτες. Αστυνομική Ανασκόπηση, 247, 30-31.

Γασπαρινάτου, Μ. (2020). Νεανική Παραβατικότητα & Αντεγκληματική Πολιτική. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Ζάχαρης, Δ. (2003). Επιθετικότητα και αγωγή. β΄ έκδοση, Αθήνα: Γρηγόρη.

ΕΛ.ΛΑΣ (2020), Στατιστική Επετηρίδα Ελληνικής Αστυνομίας. https://www.astynomia.gr/images/stories/2021/files21/05062021statistika.pdf Πρόσβαση την 18η Δεκεμβρίου 2022.

Καλτσούνη-Νόβα, Χ. (2001). Μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς στην εφηβεία. Ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου. Αθήνα: Gutenberg.

Κατσιγαράκη, Ε. (2011). Η σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπιση και η επιστήμη της εγκληματολογίας. Στο Α. Χαλκιά (Επιστ. Επιμ.), Τιμητικός τόμος για τον Ιάκωβο Φαρσεδάκη (τόμος 1, σσ. 293-306). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Κατσίρας, Λ. (2008). Ανήλικοι παραβάτες: ο ρόλος της εκπαίδευσης και της συμβουλευτικής παρέμβασης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση.

Κουράκης, Ν.Ε. (2006). Έκταση και ποιότητα της νεανικής παραβατικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα: Οι επιπτώσεις από τη δυσλειτουργία των θεσμών. http://www.niotho-asfalis.gr/na/meletes15.pdf Πρόσβαση την 18η Δεκεμβρίου 2022.

Μανουδάκη, Θ. (2011). Η σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπιση και η επιστήμη της εγκληματολογίας. Στο Α. Χαλκιά (Επιστ. Επιμ.), Τιμητικός τόμος για τον Ιάκωβο Φαρσεδάκη (τόμος 1, σσ. 405-418). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Σταθόπουλος, Π. (2005). Κοινωνική Πρόνοια: Ιστορική Εξέλιξη – Νέες Κατευθύνσεις, Αθήνα: Παπαζήση.

Τσουραμάνης, Χρ. (2020). Προσεγγίζοντας τις βιολογικές ρίζες της εγκληματικής συμπεριφοράς – Εισαγωγή στη Βιοκοινωνική Εγκληματολογία. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση.

Τσουραμάνης, Χρ. (2005). Ψηφιακή εγκληματικότητα. Η (αν)ασφαλής όψη του διαδικτύου. Αθήνα: Βασ. Ν. Κατσαρού.

Φαρσεδάκης, Ι. (2005). Παραβατικότητα και κοινωνικός έλεγχος των ανηλίκων. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

World Health Organisation (2020), Youth Violence. https://www.who.int/news-room/fact-sheets/detail/youth-violence Πρόσβαση της 18η Δεκεμβρίου 2022.

 
Θυμηθείτε κι αυτά
prev next

Πριν φύγετε

Ένα σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *