Απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση «Ξυνός κατά Ελλάδας»: Αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης
Την 9.10.2014 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) εξέδωσε απόφαση επί της υποθέσεως «Ξυνός κατά Ελλάδας», η οποία αφορούσε το ευρύτερο ζήτημα της υπερβολικής διάρκειας δικών ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης και ειδικότερα μια περίπτωση ολιγωρίας των ελληνικών διοικητικών αρχών να εκτελέσουν απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο κ. Τρύφωνας Ξυνός αιτήθηκε τον επαναπροσδιορισμό της σύνταξής του στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους την 13-11-2002. Όταν η αίτησή του απορρίφθηκε ο κ. Ξυνός προσέφυγε σχετικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο τον δικαίωσε μόλις τον Απρίλιο του 2008. Η απόφαση του δικαστηρίου, όμως, εκτελέστηκε 15 μήνες αργότερα από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το οποίο αναπροσάρμοσε τη σύνταξη του κ. Ξυνού αναδρομικά από 1.1.2007. Χρειάστηκε νέα προσφυγή στο Ελεγκτικό Συνέδριο στα τέλη του 2009 με αίτημα την αναπροσαρμογή της σύνταξης για την περίοδο 2002-2006. Η υπόθεση είναι ακόμα εκκρεμής, ενώ ο αιτών απεβίωσε το Μάρτιο του 2013.
Το ΕΔΑΔ διακήρυξε ότι τα παραπάνω περιστατικά στοιχειοθετούν παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης). Περαιτέρω, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το ένδικο βοήθημα που θεσπίστηκε στην Ελλάδα με το Νόμο 4239/2014 για την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αυτό, μαζί με τη διαδικασία που προβλέφθηκε με το Νόμο 4055/2012 στα πλαίσια της διοικητικής δικαιοσύνης, αποτέλεσε την απόπειρα συμμόρφωσης του ελληνικού κράτους σε δύο προηγούμενες αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις υποθέσεις α) «Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδας» (προσφυγή υπ’ αριθμ. 54447/10) της 3-4-2012 και β) «Γλύκαντζη κατά Ελλάδας» (προσφυγή υπ’ αριθμ. 40150/09) της 30-10-2012, οι οποίες καταδίκαζαν την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα αποτελεί ικανοποιητική συμμόρφωση του ελληνικού κράτους στις αποφάσεις του, έστω κι αν δεν προβλέπει αξιώσεις για προληπτική προστασία σε περίπτωση καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης. Παρόλα αυτά, η διαδικασία του Ν. 4239/2014 είναι, σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, δίκαιη, γρήγορη, προσιτή για τον αιτούντα, όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, και οδηγεί σε ικανοποιητικές αποζημιώσεις.
Υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία που θεσπίστηκε με το Ν. 4239/2014 για την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της πολιτικής και ποινικής δίκης και της διαδικασίας ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει περιληπτικά ως εξής:
Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους μπορεί να ζητήσει «δίκαιη ικανοποίηση» επειδή η εκδίκαση της υπόθεσής του ξεπέρασε το χρόνο που εύλογα απαιτείται για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αιτήσεως. Την αίτηση για τη δίκαιη ικανοποίηση λόγω της χρονοτριβής εξετάζει, όμως, το ίδιο το δικαστήριο που κατηγορείται για την καθυστέρηση. Για παράδειγμα, αν η κύρια υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον Πρωτοδικείου, την αίτηση θα κρίνει ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, ενώ, αν αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο, την αίτηση θα εξετάσει ο Προϊστάμενος Ειρηνοδίκης ή άλλος Ειρηνοδίκης της περιφέρειας του ίδιου Πρωτοδικείου. Κριτήρια για την κατάφαση της υπέρβασης των εύλογων χρονικών ορίων για την έκδοση μιας δικαιοδοτικής κρίσης αποτελούν η πολυπλοκότητα των τιθέμενων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, η στάση των εμπλεκόμενων δημόσιων αρχών, αλλά και η τυχόν παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων. Το ύψος της επιδικαζόμενης αποζημίωσης αποτελεί συνάρτηση του χρόνου της καθυστέρησης και της συνδρομής άλλων αποκαταστατικών μέτρων που μπορούν τυχόν να ληφθούν υπέρ του αιτούντος. Ως τέτοιο αναγνωρίζεται από τον ίδιο το Νόμο η επιδίκαση υψηλών δικαστικών εξόδων υπέρ του αιτούντος στα πλαίσια της κύριας υπόθεσης. Αν, πάντως, η αίτηση γίνει δεκτή, τα σχετικά με αυτή δικαστικά έξοδα του αιτούντος αποκαθιστά το Δημόσιο.
Με βάση τα παραπάνω, είναι αμφίβολο εάν αυτό το πρόσφατα θεσπισμένο ένδικο βοήθημα μπορεί πράγματι να αποκαταστήσει με τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό την υφιστάμενη βλάβη από τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Θα λέγαμε ότι και μόνο η ανάθεση της αρμοδιότητας για την εξέταση των σχετικών αιτήσεων στα ίδια τα καθ’ ων δικαστήρια και όχι σε ιεραρχικώς ανώτερα κλονίζει την αξιοπιστία της διαδικασίας. Αξίζει πάντως να παρακολουθήσουμε κατά πόσο η ίδια η πρόβλεψη πλέον από το Νομοθέτη της παραπάνω διαδικασίας προσφυγής θα αποθαρρύνει ακραία φαινόμενα καθυστερήσεων εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων.