Νομικά μέσα προστασίας έναντι κρουσμάτων «αισχροκέρδειας»
Της Αργυρούλας Νάνου, ασκούμενης δικηγόρου
πτυχιούχου Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Όσο κλιμακώνονται τα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την αναχαίτιση εξάπλωσης του ιού CΟVID-19 στη χώρα μας, τόσο συχνότερα παρατηρούνται φαινόμενα κραυγαλέων ανατιμήσεων σε είδη πρώτης (για την εποχή) ανάγκης. Τέτοια είναι κατά κύριο λόγο τα προϊόντα προσωπικής υγιεινής και περίθαλψης, π.χ. αντισηπτικά, μάσκες προστασίας κλπ., αλλά και τρόφιμα και αναλώσιμα ιδίως σε απομακρυσμένες και άγονες περιοχές. Θα πρέπει να εξεταστεί, ποια είναι τα μέτρα προστασίας του καταναλωτή και της αγοράς έναντι των πρακτικών αυτών.
Θα πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί, ότι στον προηγούμενο ποινικό κώδικα η αισχροκέρδεια τυποποιούταν ως ποινικό αδίκημα. Σύμφωνα με τη διάταξη 405 ΠΚ:
«Όποιος, σχετικά με άλλες δικαιοπραξίες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 404 παρ. 1 [τοκογλυφία] και υπό τις ίδιες περιστάσεις, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν την αξία της δικής του παροχής τόσο ώστε ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις να βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς αυτήν τιμωρείται, αν το πράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή».
Εδώ ενέπιπταν δηλ. μη πιστωτικές δικαιοπραξίες που προϋποθέτουν ανταλλαγή παροχών, λ.χ. πώληση εμπορευμάτων (πράγμα-τίμημα), παροχή υπηρεσιών (υπηρεσία-αμοιβή) κλπ. Με την παραπομπή στο πραγματικό του παλαιού άρθρου 404 ΠΚ, το 405 ΠΚ αναδείκνυε ως αξιόποινη συμπεριφορά την εκμετάλλευση της ανάγκης, πνευματικής αδυναμίας, κουφότητας, απειρίας ή ψυχικής έξαψης του αντισυμβαλλόμενου του υπαιτίου, εφόσον τελούταν σε συνδυασμό με τη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που κατά τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του τελευταίου.
Η παραπάνω διάταξη έχει απομακρυνθεί από τον νέο ποινικό κώδικα (Ν. 4619/2019). Και αν ίσχυε ακόμα σήμερα, πάντως, δεν φαίνεται ότι θα έβρισκε εφαρμογή για την ποινικοποίηση των εν λόγω φαινομένων. Τούτο δε εφόσον προϋπέθετε την τέλεση της πράξης κατ’ επάγγελμα ή από συνήθεια. Ο τελευταίος όρος κατοχύρωνε, ότι η ποινικοποίηση της αισχροκέρδειας δεν θα περιόριζε υπέρμετρα την ιδιωτική αυτονομία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην αγορά.
Απομένει, λοιπόν, η προστασία του καταναλωτή σε δικαιοπρακτικό επίπεδο. Η υπερτιμολόγηση επ’ ευκαιρία ατυχών συγκυριών, όπως είναι αναμφίβολα μια πανδημία, και η εκμετάλλευση της εξ αυτού του λόγου ανάγκης του καταναλωτή εμπίπτει στην έννοια της καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας κατ’ άρθρο 179 ΑΚ. Σύμφωνα με το 178 σε συνδυασμό με το 181 ΑΚ, τέτοια δικαιοπραξία είναι άκυρη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατά το μέρος τουλάχιστον που αφορά το επιπλέον τίμημα, πέραν της κατά τις συνήθεις συνθήκες τιμής του προϊόντος. Αξιώσεις αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, λόγω παραβιάσεως της γενικής υποχρέωσης επιμέλειας και προστασίας που υπέχει κάθε έμπορος ειδών πρώτης ανάγκης σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης (914 και 281 ΑΚ), δεν αποκλείονται.
Από κει και πέρα, από τα κρούσματα αισχροκέρδειας ο καταναλωτής υφίσταται αθέμιτη εμπορική πρακτική κατ’ άρθρο 9ζ Ν. 2251/1994 και μπορεί βάσει του 9θ Ν. 2251/1994 να αξιώσει αποζημίωση για την υλική του ζημία και ιδίως την ηθική του βλάβη από την πρακτική. Οι ευκαιριακές ανατιμήσεις μπορούν να ιδωθούν άλλωστε και ως αθέμιτος ανταγωνισμός εις βάρος νομοταγών ανταγωνιστών του παραβάτη κατ’ άρθρο 1 Ν. 146/14, για τον οποίο ο τελευταίος υπέχει επίσης υποχρέωση αποζημίωσης. Και με τις δύο νομικές βάσεις, ο παραβάτης μπορεί βεβαίως να εξαναγκαστεί σε άρση της προσβολής (παύση της πρακτικής της υπερτιμολόγησης) και μη επανάληψης αυτής στο μέλλον.
Εν κατακλείδι παρατηρείται, ότι τόσο ο καταναλωτής, όσο και οι ανταγωνιστές των εμπόρων που επιδίδονται σε αισχροκέρδεια επ’ ευκαιρία της πανδημίας Covid19, σε επίπεδο ιδιωτικού δικαίου διαθέτουν αξιώσεις για την προστασία τους. Αντιθέτως, σε επίπεδο ποινικού δικαίου, που υπόσχεται άλλωστε και αμεσότερη έννομη προστασία και λειτουργεί περισσότερο αποτρεπτικά για τέτοιου είδους παραβάσεις, εντοπίζεται κενό μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του 2019.