Προσχώρηση της Ε.Ε. στην ΕΣΔΑ
Την περασμένη Πέμπτη, 12-2-2015, η Ελληνική Ένωση Ευρωπαϊκού Δικαίου διοργάνωσε επιστημονική εκδήλωση με θέμα «Η γνωμοδότηση του ΔΕΕ (2/2013 της 18ης Δεκεμβρίου 2014) για την προσχώρηση της Ε.Ε. στην ΕΣΔΑ», η οποία συνδυάστηκε με κοπή βασιλόπιτας για το 2015. Επί του θέματος εισηγήθηκαν η κα Κατερίνα Σαμώνη, ε.τ. Νομική Σύμβουλος ΕΝΥΕΕ/ΥΠΕΞ, και ο κ. Κοσμάς Μπόσκοβιτς, ΔΝ Αναπλ. Νομικός Σύμβουλος ΕΝΥΕΕ/ΥΠΕΞ, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο κ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ομοτ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς και Καθηγητής έδρας Jean Monnet, Αντιπρόεδρος της Ένωσης. Η καθιερωμένη πλέον συνάντηση των μελών της Ενώσεως στις αρχές κάθε έτους, στέφτηκε για ακόμα μια φορά με επιτυχία.
Το θέμα που πραγματεύτηκε η παραπάνω εκδήλωση είναι επίκαιρο και φλέγον. Το Δεκέμβριο του 2014 το ΔΕΕ γνωμοδότησε κατά της προσχώρησης της Ε.Ε. στην ΕΣΔΑ. Πρόκειται για μια τοποθέτηση μη αναμενόμενη, που δέχθηκε ακαριαία δριμεία κριτική, με κύριο επιχείρημα ότι συνιστά πισωγύρισμα στην εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία των σχετικών διαπραγματεύσεων και συνάμα παραβίαση των υποχρεώσεων που ανέλαβε η Ε.Ε. με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Παρακάτω θα επιχειρηθεί μια συνοπτική περιγραφή της πορείας προς την έκδοση της εν λόγω γνωμοδότησης του ΔΕΕ, καθώς και μια καταγραφή των κύριων σημείων του περιεχομένου της, όπως τα στοιχεία αυτά επεξηγήθηκαν από τους ομιλητές της παραπάνω εκδήλωσης, την οποία η Justina είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει.
Η ΕΣΔΑ συνήφθη στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης και τέθηκε σε ισχύ την 3-9-1953. Συμβαλλόμενα μέρη, επομένως, της Σύμβασης αυτής είναι όλα τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλ. σήμερα 47 Ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Οι ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προέβλεψαν διατάξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κενό που έγινε σύντομα αντιληπτό και αρχικά επιχειρήθηκε να καλυφθεί μέσω της ad hoc νομολογίας του ΔΕΕ και βάσει των γενικών αρχών του Κοινοτικού Δικαίου. Το 1996 το ΔΕΕ τάχθηκε κατά μιας προσχώρησης της Ε.Ε. στην ΕΣΔΑ, με την υπ’ αριθμό 2/1994 γνωμοδότησή του. Αργότερα, συντάχθηκε από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. «Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων», ο οποίος υιοθετήθηκε επίσημα στη Νίκαια το Δεκέμβριο του 2000, ενώ το 2009 απέκτησε και νομική ισχύ μέσω της Συνθήκης της Λισσαβόνας.
Πιο συγκεκριμένα, η Συνθήκη της Λισσαβόνας τροποποίησε το άρθρο 6 της ΣυνθΕΕ ως εξής:
«Άρθρο 6: 1. Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες. Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές του Χάρτη ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πηγές των εν λόγω διατάξεων.
2. Η Ένωση προσχωρεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η προσχώρηση στην εν λόγω Σύμβαση δεν μεταβάλλει τις αρμοδιότητες της Ένωσης όπως ορίζονται στις Συνθήκες.
3. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.»
Βάσει των ανωτέρω προβλέψεων με άλλα λόγια, η Ε.Ε. από τη μια πλευρά ανέδειξε τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων σε νομικό κείμενο ισότιμο των Συνθηκών και, από την άλλη, δεσμεύτηκε να προσχωρήσει και στην ΕΣΔΑ. Η προσχώρηση, πάντως, αυτή συμφωνήθηκε να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες τέθηκαν με ειδικό Πρωτόκολλο (υπ’ αριθμ. 8) στο άρθρο 6 παρ. 2 ΣΛΕΕ. Χονδρικά, το Πρωτόκολλο αυτό απαιτεί ενόψει της προσχώρησης, να διατηρηθούν αναλλοίωτες οι αρμοδιότητες και εξουσίες της Ένωσης και των Οργάνων της, καθώς και οι ιδιαιτερότητες του δικαίου της.
Οι διαπραγματεύσεις για το κείμενο της συμφωνίας προσχώρησης ξεκίνησαν την 4/6/2010 επί Ισπανικής Προεδρίας με επικεφαλής της Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μετά από μια εμπλοκή το 2012, επιτεύχθηκε εν τέλει σύμπτωση απόψεων μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων την 5/4/2013. Το ΔΕΕ ενεπλάκη στη διαδικασία την 4/7/2013, όταν η Επιτροπή απευθύνθηκε σε αυτό βάσει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ (πρώην 300 ΣΕΚ) ζητώντας τη γνωμοδότησή του για τη συμβατότητα της συμφωνίας προσχώρησης με τις Συνθήκες. Πράγματι, η παράγραφος 11 του οικείου άρθρου, το οποίο αναφέρεται στη σύναψη συμφωνιών μεταξύ Ε.Ε. και τρίτων κρατών ή διεθνών οργανισμών, προβλέπει ότι «ένα κράτος μέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει εάν η σχεδιαζόμενη συμφωνία είναι συμβατή με τις Συνθήκες. Εάν η γνώμη του Δικαστηρίου είναι αρνητική, η σχεδιαζόμενη συμφωνία μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνο εφόσον τροποποιηθεί, ή εάν αναθεωρηθούν οι Συνθήκες». Όπως ειπώθηκε, το ΔΕΕ με τη σχολιαζόμενη γνωμοδότησή του έκρινε ότι το σχέδιο περί προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ δεν είναι συμβατό με τις Συνθήκες. Ας δούμε γιατί.
Χονδρικά, το ΔΕΕ φαίνεται να στηρίζει την απόφασή του στη σκέψη ότι η προσχώρηση, όπως έχει μέχρι στιγμής σχεδιαστεί, θα θέσει σε αμφισβήτηση την αυτονομία του δικαίου της ΕΕ, καθώς θα επιτρέψει εξωτερικό έλεγχο σε ζητήματα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο παρατηρεί ανακολουθίες και διαβλέπει συγκρούσεις ως προς τη συνύπαρξη και συνεργασία ΕΣΔΑ και Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (στο εξής Χάρτης), ΕΔΔΑ και ΔΕΕ. Αναλυτικότερα:
1) Μια πρώτη ασυμβατότητα παρατηρείται μεταξύ των άρθρων 53 ΕΣΔΑ και 53 του Χάρτη. Η διατύπωση των άρθρων αυτών είναι αντίστοιχα η ακόλουθη:
«Άρθρo 53 ΕΣΔΑ – Πρoστασία τωv αvαγvωρισµέvωv δικαιωµάτωv τoυ αvθρώπoυ: Ουδεµία τωv διατάξεωv της παρoύσης Συµβάσεως δύvαται vα ερµηvευθεί ως περιoρίζoυσα ή αvαιρoύσα τα δικαιώµατα τoυ αvθρώπoυ και θεµελιώδεις ελευθερίας, τα oπoία τυχόv αvαγvωρίζovται συµφώvως πρoς τoυς vόµoυς oιoυδήπoτε τωv Συµβαλλoµέvωv Μερώv ή πρoς πάσαv άλληv Σύµβασιv, τηv oπoίαv ταύτα έχoυv υπoγράψει».
«Άρθρο 53 Χάρτη – Επίπεδο προστασίας: Καμία διάταξη του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θίγουσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής από το δίκαιο της Ένωσης, το διεθνές δίκαιο καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες είναι μέρη η Ένωση, ή όλα τα κράτη μέλη, και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα Συντάγματα των κρατών μελών».
Στις παραπάνω διατάξεις το ΔΕΕ αποδίδει αντιφατικό και αντικρουόμενο περιεχόμενο. Από τη μια πλευρά, δηλ. η ΕΣΔΑ εισάγει minimum εναρμόνιση, επιτρέποντας στα συμβαλλόμενα μέρη της να θεσπίσουν αυστηρότερα στάνταρτ προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις επικράτειές τους, ενώ από την άλλη ο Χάρτης, όπως ερμηνεύτηκε στην απόφαση Melloni (EU:C:2013:107, σκέψη 60), απαγορεύει σε εθνικές ρυθμίσεις να διακυβεύσουν το επίπεδο προστασίας που αυτός προβλέπει και την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου. Στο σχέδιο προσχώρησης δεν προβλέπεται κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορούν οι προβλέψεις αυτές να ισχύσουν παράλληλα εντός ΕΕ.
2) Περαιτέρω, με τη σχεδιαζόμενη προσχώρηση πρόκειται τόσο η ΕΕ, όπως και κάθε κράτος μέλος της, να γίνουν ισότιμα συμβαλλόμενα μέρη στην ΕΣΔΑ. Αυτό θα σημάνει ότι κάθε κράτος μέλος της ΕΕ θα έχει την υποχρέωση να ελέγχει την τήρηση της ΕΣΔΑ από οποιονδήποτε αντισυμβαλλόμενο, είτε πρόκειται για τρίτη χώρα εκτός ΕΕ, είτε για άλλο κράτος μέλος. Μια τέτοια προοπτική, όμως, έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, που ισχύει στο Κοινοτικό δίκαιο. Για τη ρύθμιση της εν λόγω σύγκρουσης το σχέδιο προσχώρησης δεν περιέχει πρόβλεψη.
3) Η διαδικασία προσφυγής στο ΕΔΔΑ κατά το Πρωτόκολλο 16 στην ΕΣΔΑ δίνει το δικαίωμα στα ανώτατα δικαστήρια των συμβαλλομένων κρατών να προσφύγουν στο ΕΔΔΑ για ερμηνεία των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ. Αν η τελευταία γίνει ενωσιακό δίκαιο μέσω της προσχώρησης, η παραπάνω προσφυγή μπορεί να υπερκεράσει το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής.
4) Με την ίδια λογική, εντοπίζεται σύγκρουση μεταξύ του άρθρoυ 33 της ΕΣΔΑ και του 344 ΣΛΕΕ. Το πρώτο άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών που έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ να προσφεύγουν στο ΕΔΔΑ για κάθε παραβίαση της Σύμβασης από άλλο συμβαλλόμενο μέρος, κράτος ή οργανισμό. Εφόσον η ΕΕ προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ και η τελευταία γίνει ενωσιακό δίκαιο, η διαδικασία του άρθρου 33 ΕΣΔΑ ενώπιον του ΕΔΔΑ θα παραβιάζει ευθέως την πρόβλεψη του 344 ΣΛΕΕ – ότι δηλ. διαφωνίες μεταξύ κρατών μελών σε σχέση με την ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών επιλύονται όπως ορίζουν οι ίδιες οι Συνθήκες – και τελικά θα προσβάλλει το πεδίο αρμοδιότητας του ΔΕΕ.
5) Σύμφωνα με τις σκέψεις 215-235 της γνωμοδότησής του, το ΔΕΕ εκφράζει την ανησυχία του για το δικονομικό μηχανισμό παθητικής ομοδικίας, όπως αυτός προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 5, του σχεδίου συμφωνίας, ότι αυτός θα διαταράξει τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΕ και κρατών μελών, όπως αυτός διαγράφεται από το Κοινοτικό δίκαιο.
6) Το Δικαστήριο τοποθετήθηκε και σε σχέση με το «μηχανισμό προηγούμενου ελέγχου». Πρόκειται για εξέταση του αν το ΔΕΕ έχει ήδη αποφανθεί επί ζητήματος που αποτελεί αντικείμενο ένδικης διαδικασίας ενώπιον του ΕΔΔΑ. Κατά το ΔΕΕ, η εξέταση αυτή πρέπει να γίνεται από το ίδιο, αλλιώς θα προέκυπτε ανάθεση αρμοδιότητας στο ΕΔΔΑ προς ερμηνεία της νομολογίας του. Κατά το Δικαστήριο, για κάθε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του ΕΔΔΑ θα πρέπει να παρέχεται πλήρης πληροφόρηση στην Ένωση, ώστε να ενεργοποιείται κατά περίπτωση η διαδικασία προηγούμενης εξετάσεως.
7) Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το ΕΔΔΑ διατηρεί σύμφωνα με το σχέδιο προσχώρησης εξουσία να εξετάζει τη συμφωνία πράξεων και παραλείψεων στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική & Πολιτική Ασφαλείας) με την ΕΣΔΑ, την ίδια στιγμή που το ΔΕΕ δεν έχει αρμοδιότητα σχετικά, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.
Την ακριβή τοποθέτηση του Δικαστηρίου, που εντελώς ακροθιγώς περιγράφηκε παραπάνω, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Για να επανέλθουμε, πάντως, στην εκδήλωση, στα πλαίσια της οποίας εξετάστηκε διεξοδικά η εν λόγω θεματική, οι απόψεις που ακούστηκαν σε σχέση με την ορθότητα της κρίσιμης γνωμοδότησης, διίστανται. Πλειοψηφικά θα λέγαμε ότι οι παριστάμενοι τάχθηκαν υπέρ της στάσης που κράτησε το ΔΕΕ απέναντι στην προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, όπως αυτή σχεδιάζεται, διακρίνοντας και οι ίδιοι την ενυπάρχουσα σε αυτή προοπτική άσκησης εξωτερικού ελέγχου στην Ένωση. Διατυπώθηκε πάντως ένθερμα και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. η προσχώρηση είναι αναγκαία, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι το άρθρο 6 παρ. 2 ΣΛΕΕ, καθώς και το 52 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων, έχουν προ πολλού ανακηρύξει την ΕΣΔΑ σε Κοινοτικό δίκαιο. Σε σχέση με την εξέλιξη του εγχειρήματος, διατυπώθηκαν τόσο αισιόδοξες απόψεις, ότι δηλ. το σχέδιο προσχώρησης πρέπει απλά να τύχει επεξεργασίας πριν υιοθετηθεί, όσο και απαισιόδοξες, ότι η διαδικασία θα χρονίσει ή θα ματαιωθεί.