Κρυπτοτεχνολογία & χρηματοπιστωτικό σύστημα: Δυνατότητες, προβληματισμοί, απόπειρες ρύθμισης
Γράφει η κ. Δανάη Βαρνά
Νομική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλλονίκης
Εισαγωγή
Στη σύγχρονη εποχή, η ψηφιοποίηση έχει αδιαμφισβήτητα καταλάβει πολλές πτυχές της καθημερινής και επιχειρηματικής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού τομέα. Από τη δεκαετία του ’90, αλλά κυρίως κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, τα τραπεζικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις προκαλούμενες από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, ωστόσο καταφέρνουν, μέχρι στιγμής, να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους στις χρηματοπιστωτικές αγορές, προσαρμόζοντας με επιτυχία τις δραστηριότητές τους στον ψηφιακό κόσμο. Ωστόσο, μια μεγάλη πρόκληση για το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα αναδύεται σήμερα με τη μορφή της κρυπτοτεχνολογίας και των επιπτώσεών της στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει το εύρος των δυνατοτήτων και των εφαρμογών της κρυπτοτεχνολογίας στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και τα πιθανά οφέλη και μειονεκτήματα από την εκτεταμένη διάδοση της χρήσης τους, ενώ έμφαση θα δοθεί στις πρόσφατες προσπάθειες ρύθμισης του φαινομένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Χρηματοοικονομική τεχνολογία: Η ανάδυση του Blockchain
Η πρόσφατη είσοδος στον χώρο των χρηματοπιστωτικών εργασιών εταιρειών τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής, ηλεκτρονικού εμπορίου και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών πληρωμών, όπως η Google, η Apple, η Meta, και η Amazon, έχει εντείνει τις πιέσεις στο υφιστάμενο τραπεζικό σύστημα, δημιουργώντας συνθήκες αυξημένου ανταγωνισμού. Πλέον, η ανάδυση των εταιρειών χρηματοοικονομικής τεχνολογίας θέτει ευθέως ζητήματα παραγκωνισμού των παραδοσιακών τραπεζικών δομών και λειτουργιών.
Η όρος “χρηματοοικονομική τεχνολογία” (Financial Technology, FinTech) αναφέρεται σε ολες τις “δυνατές μέσω της τεχνολογίας χρηματοοικονομικές καινοτομίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα επιχειρηματικά μοντέλα, εφαρμογές, διαδικασίες, ή προϊόντα, με συσχετιζόμενο απτό αποτέλεσμα στις αγορές και τα χρηματοπιστωτικα ιδρύματα, και στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών”.[1] Οι δραστηριότητες των εταιρειών FinTech επικεντρώνονται κυρίως σε πληρωμές, εκκαθαρίσεις και συμβιβασμούς, αποδοχή καταθέσεων και παροχή δανείων, διαχείριση επενδύσεων και επιχειρηματικών κινδύνων, και στήριξη της αγοράς μέσω στοχευμένης προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών.
Σημαντικό ρόλο στην λειτουργία αυτού του είδους εταιρειών διαδραματίζουν οι τεχνολογικές καινοτομίες που αποτελούν τον πυρήνα ύπαρξης τους. Αξιοποιώντας δυνατότητες όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ανάλυση Big Data, επιτυγχάνουν την προσφορά εξειδικευμένων υπηρεσιών σε πελάτες, βάσει προηγούμενων επιλογών και προτιμήσεων. Συγχρόνως, παρέχουν βελτιστοποιημένες συνθήκες δανεισμού, χρησιμοποιώντας αντίστοιχα δεδομένα για να ταιριάξουν δανειοδότες και δανειολήπτες με άξονα τις προσωποποιημένες ανάγκες τους, σε μια διαδικασία γνωστή ως “peer-to-peer” (P2P) δανεισμός, που υπόσχεται μειωμένα κόστη δανεισμού και αυξημένη απόδοση καταθέσεων.
Καίριας σημασίας είναι η τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού (Distributed Ledger Technology, DLT), ιδιαίτερα υπό τη μορφή της αλυσίδας συστοιχιών (Blockchain). Η τεχνολογία αυτή βασίζεται σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα κόμβων (nodes) που επικοινωνούν μεταξύ τους απευθείας, χωρίς την ανάγκη μεσάζοντα κεντρικού κόμβου. Στο Blockchain, τα δεδομένα συναλλαγών ομαδοποιούνται σε συστοιχίες (blocks) που συνδέονται μεταξύ τους με χρονολογική σειρά σχηματίζοντας μια αλυσίδα (chain), η οποία διαμοιράζεται σαν ενιαίο αρχείο σε όλους τους κόμβους και ανανεώνεται με κάθε εισαγωγή νέων δεδομένων.
Τα δεδομένα που εισάγονται στην αλυσίδα έχουν χρονική σφράγιση (timestamp) και κρυπτογραφούνται μέσω αλγορίθμων συνάρτησης κατατεμαχισμού (hash function) και ασύμμετρης κρυπτογράφησης με κλειδί (asymmetric key encryption). Επεξηγηματικά, η ασφάλεια του συστήματος επιτυγχάνεται και διατηρείται με τη σύνδεση των συστοιχιών μέσω κατατεμαχισμένων αξιών (hash values). Κάθε συστοιχία περιέχει το hash των συναλλαγών που αντιπροσωπεύει καθώς και το hash των συναλλαγών της προηγούμενης συστοιχίας, που λειτουργεί τόσο ως συνδετικός και αναγνωριστικός κρίκος όσο και ως στοιχείο επιβεβαίωσης της μη τροποποίησης των πληροφοριών των προηγούμενων συστοιχιών της αλυσίδας, αναγομένων μέχρι την γενεσιουργό συστοιχία (genesis block). Συνεπώς, η ορθότητα και ασφάλεια των δεδομένων συναλλαγών είναι εγγυημένη, καθώς τα αρχεία μιας συστοιχίας δεν μπορούν να αλλαχθούν αναδρομικά χωρίς την αλλαγή όλων των επακόλουθων συστοιχιών και την κατάρρευση όλου του δικτύου.
Η τεχνολογία του Blockchain δύναται να αξιοποιηθεί για πληθώρα εφαρμογών, σε τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι αλυσίδες παραγωγής και ανεφοδιασμού. Όσον αφορά τον υπό εξέταση χρηματοπιστωτικό τομέα, η εν λόγω τεχνολογία είναι κομβική για τον επανακαθορισμό του τρόπου με τον οποίον μεταφέρονται περιουσιακά στοιχεία και αξίες, καθώς υπόσχεται μεταβιβάσεις χωρίς την ανάμειξη ενός κεντρικού, “έμπιστου” διαμεσολαβητή, ρόλο που μέχρι στιγμής διαδραματίζουν προνομιακά οι τράπεζες. Ψηφιακά ή ψηφιοποιημένα περιουσιακά στοιχεία παντός τύπου δύνανται να εισαχθούν σε μια αλυσίδα συστοιχιών και να μεταφερθούν, μεταβιβασθούν, ή ανταλλαχθούν με ασφάλεια, καθώς η κρυπτογράφηση εγγυάται ότι τα αρχεία δεν έχουν αλλοιωθεί και είναι καθολικά αποδεκτά, ενώ κάθε απόπειρα διαφθοράς ή πλαστογραφίας είναι ανιχνεύσιμη.
Εφαρμογές του Blockchain και μορφές αποκεντρωμένων χρηματοοικονομικών
H χρήση της τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού και του Blockchain έχει δημιουργήσει ένα νέο σύστημα χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών, χτισμένο πάνω σε P2P δίκτυα χωρίς κεντρική ρυθμιστική αρχή, γνωστό ως “αποκεντρωμένα χρηματοοικονομικά” (Decentralised Finance, DeFi), που στοχεύει σε μεγαλύτερη διαφάνεια και προσβασιμότητα από το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα. Οι εφαρμογές και οι δυνατότητες του DeFi είναι πραγματικά πολλές, συνεπώς χρήζει να παρουσιαστούν συνοπτικά οι κυριότερες από αυτές.
Κρυπτονομίσματα
Η πρώτη, χρονικά, πρακτική εφαρμογή της τεχνολογίας Blockchain έγινε για τη δημιουργία ενός συστήματος πληρωμών και μεταφοράς αξιών με τη χρήση μια νέας νομισματικής μονάδας, ονόματι Bitcoin. Στο σύστημα αυτό, οι συστοιχίες σχετίζονται με συναλλαγές σε Bitcoin, και τα κρυπτογραφημένα δεδομένα αφορούν κυρίως το ποσό, τον υπόχρεο, και το δικαιούχο της συναλλαγής. Η επιτυχία του Bitcoin και το ενδιαφέρον που κίνησε στην αγορά οδήγησαν στην εμφάνιση ανταγωνιστικών προϊόντων με παρόμοια λειτουργία, όπως το Ethereum, το BNB, και το Solana, και τελικά στη διαμόρφωση μιας κατηγορίας ψηφιακών μονάδων αξίας που χαρακτηρίζονται συνολικά ως “κρυπτονομίσματα”. Η αγοραία αξία των κρυπτονομισμάτων είναι κυμαινόμενη, και καθορίζεται, μεταξύ άλλων, από τον ανταγωνισμό της σχετικής αγοράς, τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, και το κόστος παραγωγής, δηλαδή κατανάλωσης υπολογιστικών πόρων και ενέργειας, κάθε ψηφιακής μονάδας.
Stablecoins
Η υψηλή μεταβλητότητα της τιμής των κρυπτονομισμάτων επέφερε την ανάπτυξη μιας νέας κατηγορίας ψηφιακών μονάδων αξίας, τα επονομαζόμενα stablecoins, που λειτουργούν βάσει της τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού αλλά συνδέουν την ονομαστική αξία τους με στοιχεία που διατηρούν σταθερότητα τιμής. Τα stablecoins διακρίνονται σε τρεις υποκατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο διασφάλισης της σταθερής αξίας. Αναλυτικότερα, υπάρχουν τα “Fiat-backed stablecoins”, σαν το Tether, που διατηρούν αποθεματικό σε παραδοσιακά νομίσματα (fiat currencies), όπως το δολλάριο ή το ευρώ, ως εγγύηση για τα εκδιδόμενα κρυπτονομίσματα, τα “Asset-backed stablecoins”, που υποστηρίζονται από ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων, εμπορευμάτων, ή άλλων κρυπτονομισμάτων, και τα “Algorithmic stablecoins” που διατηρούν τη σταθερότητα τους χάρη σε ενσωματωμένα πρωτόκολλα που ρυθμίζουν την έκδοση κρυπτονομισμάτων ανάλογα με τη ζήτηση.
Εξυπνες συμβάσεις
Οι έξυπνες συμβάσεις (smart contracts) είναι προγράμματα λογισμικού, που εκτελούν ορισμένες συναλλαγές όταν εκπληρώνονται προκαθορισμένα κριτήρια, που αντιστοιχούν σε δια ζώσης πράξεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η τεχνολογία blockchain χρησιμοποιείται σαν αποθηκευτικό μέσο των αυτοματοποιημένων συναλλαγών, εξασφαλίζοντας ότι τα δεδομένα παραμένουν αναλλοίωτα και εμπιστευτικά. Πλέον, υπάρχουν περιπτώσεις Αποκεντρωμένων Αυτόνομων Οργανώσεων (Decentralised Autonomous Organisations, DAO), δηλαδή ψηφιακών οντοτήτων που προσομοιάζουν σε νομικά πρόσωπα, που δομούνται και λειτουργούν εξ ολοκλήρου βάσει έξυπνων συμβάσεων. Πέραν αυτού, η σχετική τεχνολογία είναι δυνατό να αξιοποιηθεί και για την αυτοματοποιημένη διαχείριση χαρτοφυλακίου επενδύσεων, όταν τα κρυπτοστοιχεία κατατίθενται, ομαδοποιούνται, και τοποθετούνται βάσει της επενδυτικής στρατηγικής που έχει κωδικοποιηθεί στην αντίστοιχη έξυπνη σύμβαση.
Αγορές δανειοδότησης και δανειοληψίας
Το Blockchain καθιστά δυνατή την εκτέλεση πρωτοκόλλων δανεισμού για κάθε πρόσωπο που χρησιμοποιεί κρυπτοστοιχεία ως εγγύηση για την λήψη δανείου. Οι δανειοδότες συγκεντρώνουν και ομαδοποιούν κρυπτοκεφάλαια, τα οποία δανείζουν, αξιοποιώντας έξυπνες συμβάσεις, στους δανειολήπτες, με σκοπό την κερδοφορία από τις αποδόσεις και τους τόκους. Καθώς η τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού διακατέχεται από ανωνυμία στις συναλλαγές, δεν υπάρχει δυνατότητα αναγνώρισης του δανειολήπτη και αξιολόγησης της πιστοληπτικής του ικανότητας. επομένως για να προστατευτούν οι δανειστές από τον κίνδυνο μη αποπληρωμής του δανείου σε κρυπτοστοιχεία, απαιτείται υπερ-εξασφάλιση του χρέους, που γίνεται συνήθως έναντι δολαρίων ΗΠΑ ή stablecoins υποστηριζόμενων απο το δολάριο ΗΠΑ. Ο δανειολήπτης πρέπει να εξασφαλίσει ότι η αξία της εγγύησης είναι πάντοτε μεγαλύτερη από το προκαθορισμένο βάσει πρωτοκόλλου όριο ρευστοποίησης, ειδάλλως οι δανειστές μπορούν να προχωρήσουν σε άμεση ρευστοποίηση των στοιχείων που έχουν τεθεί ως ασφάλεια προς ικανοποίηση της απαίτησής τους.
Φυσικά, η ανάλυση των μορφών που προηγήθηκε δεν είναι εξαντλητική, αλλά εστιάζει στις πιο εκτεταμένες, μέχρι σήμερα εφαρμογές. Ενδεικτικά, αναφέρεται πως η τεχνολογία Blockchain μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης για ανταλλακτήριες εργασίες, εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων, έκδοση χρηματοοικονομικών παραγώγων, και παροχή ασφάλισης.
Κρυπτοτεχνολογία και χρηματοοικονομική δραστηριότητα: Οι προβληματισμοί
Η ενσωμάτωση της τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού και Βlockchain στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και το τραπεζικό σύστημα υπόσχεται να απλοποιήσει τις διασυνοριακές πληρωμές και τα εμβάσματα, και να μειώσει το κόστος συναλλαγών εν γένει, εξαλείφοντας την ανάγκη για έναν κεντρικό κόμβο διαμεσολάβησης, ελέγχου, και εποπτείας, εφόσον στηρίζεται σε peer-to-peer δίκτυα που λειτουργούν με ταχύτητα και συνοχή από πληθώρα κατανεμημένων κόμβων. Επιπροσθέτως, μεγάλο πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας να διασφαλίζει την ανωνυμία των χρηστών, που μπορούν να πραγματοποιήσουν συναλλαγές χωρίς την κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων που θα ήταν πιθανό να υποκλαπούν, αλλά και την ακεραιότητα του συστήματος, καθώς τα δεδομένα συναλλαγών είναι αδύνατο να αντιγραφούν ή να τροποποιηθούν, παραμένοντας, έτσι, ιδιωτικά, αναλλοίωτα, και εμπιστευτικά.
Ωστόσο, από την είσοδο των κρυπτοστοιχείων και της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας στην αγορά και την καθημερινή συνείδηση, έχει διατυπωθεί πλήθος επιφυλάξεων για την διάδοση και τη χρήση τους. Το τεχνολογικό τους σύστημα, παρά τις διαβεβαιώσεις απόλυτης ασφάλειας, είναι πάντοτε ευάλωτο σε κυβερνοεπιθέσεις απο hackers. Η υψηλή μεταβλητότητα της αξίας τους και η αδυναμία διάγνωσης ύπαρξης συνδεδεμένου αποθεματικού ενέχουν κινδύνους στιγμιαίας απώλειας μεγάλων κεφαλαίων και επενδύσεων, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς. Ακόμα και η δημιουργία stablecoins που διατείνονται ότι θα λειτουργούν με σταθερότητα, αναγόμενα σε παγκόσμιες νομισματικές μονάδες, είναι, μέχρι στιγμής, απατηλό σενάριο, όπως περίτρανα απέδειξε η κατάρρευση του Libra -σχεδιασμένου από τη Meta σε μια υπερβολικά φιλόδοξη προσπάθεια αναγωγής του Blockchain σε κυρίαρχο σύστημα χρηματοοικονομικής υποδομής- και του Terra-Luna.
Η έλλειψη, μέχρι στιγμής, κατάλληλου και συντονισμένου -έστω γεωγραφικά- νομικού πλαισίου για τη σχετική τεχνολογίας αφήνει τους χρήστες, καταναλωτές και επενδυτές, απόλυτα εκτεθειμένους σε περιπτώσεις ύφεσης ή κατάρρευσης των αγορών ή των μεμονωμένων παρόχων υπηρεσιών κρυτοστοιχείων, χωρίς δυνατότητα αποζημίωσης για οποιαδήποτε βλάβη ή απώλεια. Επιπλέον, η απουσία κανονιστικής ρύθμισης και συστήματος εποπτείας για τα αποκεντρωμένα χρηματοοικονομικά καθιστά το σύστημα ιδιαίτερα θελκτικό για παράνομες δραστηριότητες, απάτες, και ξέπλυμα χρήματος. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι, όσο αυξάνεται ο κύκλος συναλλαγών σε κρυπτοστοιχεία, που σταδιακά απασχολούν και τις παραδοσιακές δομές του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως οι τράπεζες και οι επενδυτικές εταιρείες, εντείνεται ο κίνδυνος για την χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Απόπειρες ρύθμισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση
Το σπουδαιότερο και πιο απτό μέχρι στιγμής βήμα στην ρυθμιστική πορεία της παροχής χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών με τη χρήση κρυπτοτεχνολογίας έγινε πολύ πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την υιοθέτηση του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114 για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων (Markets in Crypto Assets Regulation, MiCA).
Η ιδέα της δημιουργίας ενός δομημένου νομοθετικού πλαισίου για τις αγορές κρυπτοστοιχείων πρωτοεισήχθη στον ευρωπαϊκό χώρο με τη δημοσίευση της Πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον Κανονισμό για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, ως μέρος της φιλόδοξης “Δέσμης Μέτρων για τον Ψηφιακό Χρηματοοικονομικό Τομέα”. Μετά από περίπου τρία χρόνια επεξεργασίας από την Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και το Συμβούλιο, με την συμβολή πληθώρας γνωμοδοτικών φορέων, όπως η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ο Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114, υπό την τελική του μορφή, υιοθετήθηκε και εκδόθηκε επίσημα την 31η Μαΐου 2023, ενώ προβλέπεται να τεθεί σε πλήρη ισχύ στις 30 Δεκεμβρίου 2024.
Οι κύριοι στόχοι του Κανονισμού, όπως περιγράφονται στα προοίμια 5 και 6, είναι τέσσερις. Κατα πρώτων, η θεμελίωση ενός σαφούς, ειδικού και εναρμονισμένου νομικού πλαισίου για τις αγορές κρυπτοστοιχείων εντός ΕΕ. Σε δεύτερο επίπεδο, η υποστήριξη και της καινοτομίας και του θεμιτού ανταγωνισμού, ταυτόχρονα με την διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών, των ιδιωτών κατόχων, και των παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Τέλος, η προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών.
Προτού εξετάσουμε το πεδίο εφαρμογής του και προβούμε στην συνοπτική παρουσίαση των σημαντικότερων ουσιαστικών διατάξεων του, είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι ο Κανονισμός MiCA δεν ρυθμίζει αυτουσίως τα κρυπτοστοιχεία, αλλά τις αγορές τους, δηλαδή το χώρο προσφοράς, διαπραγμάτευσης, μεταβίβασης, ανταλλαγής, και παροχής σχετικών υπηρεσιών. Ακόμα και υπό αυτό το πρίσμα, παραμένει περιορισμένος, μη επεκτεινόμενος στο πεδίο των πλήρως αποκεντροποιημένων χρηματοοικονομικών -όπως ρητά αναφέρεται στο προοίμιο 22-, καθώς στις εξ ολοκλήρου αποκεντροποιημένες δομές συναλλαγών είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να αναγνωριστούν τα υποκείμενα των “εκδοτών” και “παρόχων υπηρεσιών” στους οποίους απευθύνεται το κανονιστικό πλαίσιο. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πως ο MiCA δεν εφαρμόζεται στο Bitcoin, λόγω της πλήρως αποκεντρωμένης δομής του, παρότι αυτό αποτελεί το κατεξοχήν κρυπτοστοιχείο σε κεφαλαιοποιητική αξία. Η αδυναμία του Κανονισμού να εντάξει στο κανονιστικό του πεδίο τα πλήρως αποκεντρωμένα χρηματοοικονομικα ενέχει κινδύνους, καθώς αφήνει την αγορά εκτεθειμένη στην προσφορά κρυπτοστοιχείων από φορείς που δεν υπόκεινται σε έλεγχο, ακριβώς επειδή διαθέτουν αποκεντρωμένη δομή.
Πεδίο Εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114
Εκκινώντας από τον Τίτλο Ι του Κανονισμού, το άρθρο 3§1 στοιχείο 5 ορίζει, για τους σκοπούς του παρόντος, ως κρυπτοστοιχείο “κάθε ψηφιακή αναπαράσταση αξίας ή δικαιώματος που μπορεί να μεταβιβαστεί και να αποθηκευτεί ηλεκτρονικά, με χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού ή παρόμοιας τεχνολογίας”. Πρόκειται για έναν ευρύ ορισμό, εφόσον δεν περιορίζεται μόνο στο ειδοποιές χαρακτηριστικό της χρήσης τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού, αλλά συμπεριλαμβάνει και την παρόμοια τεχνολογία. Το γεγονός αυτό προσδίδει ευελιξία στο πεδίο εφαρμογής, καθώς φαίνεται να ανταποκρίνεται επαρκώς σε μελλοντικές, αναμενόμενες ή απρόβλεπτες, εξελίξεις της τεχνολογίας. Για την ασφαλή υπαγωγή, βέβαια, άλλων τεχνολογικών δυνατοτήτων στον ορισμό αυτό, καθοριστικό ρόλο διαφαίνεται πως θα διαδραματίσει η ερμηνεία του σχετικού όρου από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κρίσεις του τα επόμενα χρόνια.
Πέρα από τον ευρύ προαναφερθέντα γενικό ορισμό, ο Κανονισμός εμπεριέχει ρητούς ορισμούς για τρεις κατηγορίες κρυπτοστοιχείων: τις μάρκες με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία, οριζόμενες ως “είδος κρυπτοστοιχείου το οποίο δεν είναι μάρκα ηλεκτρονικού χρήματος και το οποίο επιδιώκει τη διατήρηση σταθερής αξίας με αναφορά σε άλλη αξία ή δικαίωμα ή συνδυασμό αυτών, συμπεριλαμβανομένου ενός ή περισσότερων επίσημων νομισμάτων”[2], τις μάρκες ηλεκτρονικού χρήματος, οριζόμενες ως “ είδος κρυπτοστοιχείου το οποίο επιδιώκει τη διατήρηση σταθερής αξίας με αναφορά στην αξία ενός επίσημου νομίσματος”[3], και τις συναλλακτικές μάρκες, οριζόμενες ως “είδος κρυπτοστοιχείου που προορίζεται αποκλειστικά για την παροχή πρόσβασης σε προϊόν ή υπηρεσία που παρέχεται από τον εκδότη του”[4].
Αφορμώμενοι από την θετική απαρίθμηση των τριών κατηγοριών, θα ήταν λανθασμένο να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του Κανονισμού εκτείνεται αποκλειστικά σε αυτές. Αντιθέτως, το πεδίο εφαρμογής καθορίζεται, ως επι το πλείστον, με αρνητικό τρόπο, αφαιρώντας από αυτό τις ρητές εξαιρέσεις του άρθρου 2§4, αλλά και ό,τι εμπίπτει ήδη στο ρυθμιστικό πλαίσιο άλλων ενωσιακών νομοθετικών κειμένων χρηματοοικονομικού περιεχομένου, κυρίως της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις Αγορές Χρηματοπιστωτικών Μέσων. Οι διαφορές των υπαγόμενων στην Οδηγία ή τον Κανονισμό περιπτώσεων είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα λεπτές, για το λόγο αυτό αναμένεται στο κοντινό μέλλον μια εκτεταμένη παραγωγή κατευθυντήριων γραμμών και κειμένων μαλακού δικαίου από τις ευρωπαϊκές αρχές, σε μια προσπάθεια να ξεδιαλύνουν τις ανακύπτουσες ερμηνευτικές δυσχέρειες ταξινόμησης.
Ουσιαστικές Ρυθμίσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114
Προχωρώντας στις ουσιώδεις διατάξεις, ο Τίτλος ΙΙ του Κανονισμού 2023/1114 διαμορφώνει το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο για τα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού κρυπτοστοιχεία, πλην των μαρκών με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία ή μαρκών ηλεκτρονικού χρήματος. Τα άρθρα 4 και 5 προβλέπουν πως, για να προβεί κάποιος σε δημόσια προσφορά κρυπτοστοιχείων ή εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση, οφείλει να είναι νομικό πρόσωπο -χωρίς να απαιτείται να έχει έδρα εντός της Ένωσης-, να καταρτίσει, κοινοποιήσει, και δημοσιεύσει δεόντως[5] το λευκό βιβλίο κρυπτοστοιχείων -ένα ενημερωτικό κείμενο με όλες τις απαραίτητες γνωστοποιήσεις ως προς το κρυπτοστοιχείο- και τις τυχόν σχετιζόμενες με το κρυπτοστοιχείο διαφημιστικές ανακοινώσεις, και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις συμπεριφοράς, καλής πίστης, ενημέρωσης, και προστασίας, υπό τις εκφανσεις που ρητά προσδιορίζονται στο άρθρο 14. Αξίζει να σημειωθεί πως η δημοσίευση του λευκού βιβλίου δεν προϋποθέτει την έγκριση της αρμόδιας αρχής, αλλά μόνο την κοινοποίηση του σε αυτή, μαζί με τη δήλωση των λόγων για τους οποίους το κρυπτοστοιχείο δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του MiCA ούτε αποτελεί μάρκα με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία ή μάρκα ηλεκτρονικού χρήματος, εναποθέτοντας ουσιαστικά εξ ολοκλήρου το βάρος χαρακτηρισμού στον εκδότη του κρυπτοστοιχείου.
Εξαιρέσεις από το καθεστώς του λευκού βιβλίου εισάγει η παράγραφος 2 του άρθρου 4, για προσφορά κρυπτοστοιχείων προς λιγότερα από 150 φυσικά ή νομικά πρόσωπα ανά κράτος μέλος, εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα ενεργούν για ίδιο λογαριασμό· ή όταν σε διάστημα 12 μηνών από την έναρξη της προσφοράς, η συνολική αξία της δημόσιας προσφοράς κρυπτοστοιχείου στην Ένωση δεν υπερβαίνει το 1.000.000 ευρώ ή το ισοδύναμο ποσό σε άλλο επίσημο νόμισμα ή σε κρυπτοστοιχεία· ή για προσφορά κρυπτοστοιχείου απευθυνόμενη αποκλειστικά σε ειδικούς επενδυτές, εφόσον το κρυπτοστοιχείο μπορούν να κατέχονται μόνο από τους εν λόγω ειδικούς επενδυτές.
Συμπληρωματικά, το άρθρο 15 θεμελιώνει ευθύνη του προσφέροντα, του επιδιώκοντα την εισαγωγή σε διαπραγμάτευση, του διαχειριστή της πλατφόρμας διαπραγμάτευσης και των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της έναντι του κατόχου του κρυπτοστοιχείου, για την τυχόν ζημία που αυτός υπέστη λόγω της παραβίασης των υποχρεώσεων που συνδέονται με την πληρότητα, την ακρίβεια, τη σαφήνεια, και τη μη παραπλανητικότητα του περιεχομένου του λευκού βιβλίου. Ωστόσο, σημαντικό μειονέκτημα στο σύστημα προστασίας των κατόχων αποτελεί η εναπόθεση στον ζημιωθέντα του βάρους απόδειξης, τόσο για την ύπαρξη της παραβίασης, όσο και για την επιρροή που οι ανεπαρκείς, ασαφείς, ή παραπλανητικές πληροφορίες είχαν στην απόφαση του κατόχου να αγοράσει, πουλήσει, ή ανταλλάξει το κρυπτοστοιχείο.
Ο Τιτλος ΙΙΙ του Κανονισμού για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων αφορά τις μάρκες με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία. Πρόκειται για μια πολύπλοκη μορφή κρυπτοστοιχείων που λειτουργούν ως μέσο πληρωμής, και προσομοιάζουν αρκετά στα stablecoins, γεγονός που δικαιολογεί την αυξημένη αυστηρότητα στη ρύθμισή τους. Ειδικότερα, το άρθρο 16 ορίζει ότι κανένα πρόσωπο δεν δύναται να προβεί σε δημόσια προσφορά ή εισαγωγή προς διαπραγμάτευση μαρκών με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν είναι ο εκδότης αυτών, και είναι νομικό πρόσωπο ή άλλη επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση και έχει λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους καταγωγής, ή είναι πιστωτικό ίδρυμα. Οι προϋποθέσεις αδειοδότησης του νομικού προσώπου αναλύονται στο άρθρο 21, ενώ οι όροι που πρέπει να πληροί το πιστωτικό ίδρυμα παραθέτονται στο άρθρο 17. Συνάγεται, λοιπόν, ότι η διάθεση μαρκών με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία υπόκειται σε ένα καθεστώς διαφάνειας που εμπεριέχει διαδικασίες αδειοδότησης, με τη συμμετοχή όχι μόνο των αρμόδιων εθνικών αρχών, αλλά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών.
Επιπλέον, πέρα από την απλή υποχρέωση να δρουν με εντιμότητα και επαγγελματισμό και να συναλλάσσονται με σαφή και ακριβή τρόπο που ισχύει επι διάθεσης κρυπτοστοιχείων, οι εκδότες μαρκών με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων οφείλουν να συμμορφώνονται με κανόνες αντιμετώπισης σύγκρουσης συμφερόντων, επεξεργασίας καταγγελιών, διατήρησης ιδίων κεφαλαίων, και κατοχής αποθεματικού περιουσιακών στοιχείων. Πράγματι, το άρθρο 35 προβλέπει ότι “οι εκδότες μαρκών με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία κατέχουν, ανά πάσα στιγμή, ίδια κεφάλαια ίσα τουλάχιστον με το ανώτερο από τα ακόλουθα ποσά: α) 350 000 EUR· β) 2 % του μέσου ποσού των περιουσιακών στοιχείων αποθεματικού που αναφέρονται στο άρθρο 36· γ) το ένα τέταρτο των πάγιων εξόδων του προηγούμενου έτους”, το άρθρο 36 ορίζει ότι “η σύνθεση και η διαχείριση του αποθεματικού περιουσιακών στοιχείων γίνονται κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται οι κίνδυνοι σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι αντίστοιχες μάρκες· και να αντιμετωπίζονται οι κίνδυνοι ρευστότητας σε σχέση με τα μόνιμα δικαιώματα εξαργύρωσης των κατόχων”, ενώ το άρθρο 38 επιτρέπει την επένδυση μέρους αυτού του αποθεματικού “μόνο σε άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα με ελάχιστο κίνδυνο αγοράς, πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο συγκέντρωσης.” Παράλληλα, το κανονιστικό πλαίσιο των μαρκών με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνει κανόνες για τους μηχανισμούς σταθερότητας, τον λογιστικό έλεγχο και τη διαχείριση του αποθεματικού περιουσιακών στοιχείων, και τα σχέδια ανάκαμψης και εξαργύρωσης.
Περαιτέρω, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε πως λόγω της χρήσης των μαρκών με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία για την εκπλήρωση μεγάλου όγκου συναλλαγών πληρωμών και την δυνατότητα ευρείας διάχυσης τους, ο Κανονισμός εμπεριέχει ειδικές προβλέψεις για τις “σημαντικές μάρκες με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία”, δηλαδή αυτές που συγκεντρώνουν μια από τις ιδιότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 43§1. Οι εκδότες μαρκών αυτού του είδους υπόκεινται σε επιπλέον υποχρεώσεις[6], μεταξύ άλλων η υιοθέτηση πολιτικής αποδοχών η οποία προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων, η εφαρμογή διαδικασιών διαχείρισης ρευστότητας για την εξασφάλιση ανθεκτικού προφίλ ρευστότητας, και η διενέργεια προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ρευστότητας. Τέλος, σε μια πρωτοφανή για τα δεδομένα του ενωσιακού δικαίου ρύθμιση, το άρθρο 23 προβλέπει ότι “όταν, για μια μάρκα με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία, ο κατ’ εκτίμηση τριμηνιαίος μέσος αριθμός και η μέση συνολική αξία συναλλαγών ανά ημέρα που σχετίζονται με χρήσεις της ως ανταλλακτικού μέσου εντός ζώνης ενιαίου νομίσματος υπερβαίνουν, αντίστοιχα, το
1.000.000 συναλλαγές και τα 200.000.000 ευρώ”, ο εκδότης είναι υποχρεωμένος να παύσει να εκδίδει την εν λόγω μάρκα, και εντός 40 εργάσιμων ημερών από την επίτευξη του εν λόγω ορίου, να υποβάλλει σχέδιο στην αρμόδια αρχή για να διασφαλίσει ότι ο εκτιμώμενος τριμηνιαίος μέσος αριθμός και η μέση συνολική αξία των εν λόγω συναλλαγών ανά ημέρα διατηρούνται κάτω από το 1.000.000 συναλλαγές και τα 200.000.000 ευρώ αντίστοιχα. Η διάταξη αυτή, που στοχεύει στη διατήρηση της σταθερότητας του συστήματος και την μείωση των κινδύνων, ενδεχομένως να θέσει στο μέλλον ερμηνευτικά ζητήματα συμβατότητας με γενικές αρχές και κανόνες που προστατεύουν την οικονομική ελευθερία.
Ο Τίτλος IV του Κανονισμού MiCA περιέχει διατάξεις για τις μάρκες ηλεκτρονικού χρήματος, οι οποίες θεωρούνται εν γένει ηλεκτρονικό χρήμα, επομένως ρυθμίζονται καταρχήν από την Οδηγία 2009/110/ΕΚ για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος. Προσφέρονται, άρα, δημόσια ή εισάγονται προς διαπραγμάτευση εάν ο εκδότης τους είναι εξουσιοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, που έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή το λευκό βιβλίο κρυπτοστοιχείων[7]. Ταυτόχρονα, επειδή ακριβώς πρόκειται για ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται με τη χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού, υπάγονται στους επιπρόσθετους, ειδικούς κανόνες του MiCA, που αφορούν την δημοσίευση λευκού βιβλίου και την συνετή εποπτεία[8], όπως ήδη διαγράφονται παραπάνω για τις μάρκες με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία, καθώς και στη διάκριση σε “σημαντικές μάρκες ηλεκτρονικού χρήματος” με τα κριτήρια του άρθρου 56.
Συνεχίζοντας, ο Τίτλος V αναφέρεται στους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα ή άλλες επιχειρήσεις -με καταστατική έδρα εντός της ΕΕ- των οποίων το επάγγελμα ή η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων σε πελάτες σε επαγγελματική βάση[9]. Οι υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων απαριθμούνται στο άρθρο 3§1 στ. 16. Ο MiCA διαμορφώνει δυο καθεστώτα πρόσβασης στην αγορά για παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, αφενός για τις οντότητες που δεν είναι ήδη εξουσιοδοτημένες για παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, για τις οποίες απαιτείται αδειοδότηση από την αρμόδια αρχή, αφετέρου για τις οντότητες που έχουν ήδη εξουσιοδότηση, και υποχρεούνται απλώς να ειδοποιήσουν την αρμόδια αρχή για την έναρξη δραστηριότητας που αφορά κρυπτοστοιχεία. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στα οποία δίνεται ευρεία ελευθερία να διενεργούν οποιαδήποτε υπηρεσία παροχής κρυπτοστοιχείων, καθώς το πλαίσιο αδειοδότησης στο οποίο υπάγονται για την εν γένει λειτουργία τους θεωρείται επαρκής εγγύηση για την ασφαλή διεξαγωγή συναλλαγών σε κρυπτοστοιχεία.
Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων οφείλουν να τηρούν τους κανόνες συμπεριφοράς που θεσπίζονται για την προστασία των κατόχων των κρυπτοστοιχείων, τόσο σε γενικό επίπεδο[10] όσο και σε ειδικές προβλέψεις για συγκεκριμένους τύπους υπηρεσιών[11]. Ιδιαίτερη έμφαση στο προστατευτικό αυτό πλαίσιο τοποθετείται στην κυβερνοασφάλεια και την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενέχει η χρήση της τεχνολογίας. Πέραν αυτού, ο Κανονισμός αποδίδει αυξημένες εξουσίες εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών σε περιπτώσεις “σημαντικής παροχής υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων”, δηλαδή όταν ένας πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων έχει τουλάχιστον 15 εκατομμύρια ενεργούς χρήστες στην Ένωση, κατά μέσο όρο, σε ένα ημερολογιακό έτος[12].
Τέλος, στον Τίτλο VI, ο Κανονισμός 2023/1114 θέτει ίδιους κανόνες για την πρόληψη και την απαγόρευση κατάχρησης της αγοράς σε σχέση με κρυπτοστοιχεία, οι οποίοι δεν απέχουν πολύ από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 για την Κατάχρηση της Αγοράς. Οι διατάξεις εφαρμόζονται τόσο για τους εκδότες, όσο και για τους προσφέροντες και επιδιώκοντες την εισαγωγή σε διαπραγμάτευση κρυπτοστοιχείων, και αφορούν, σε ένα μέρος, την γνωστοποίηση και εκμετάλλευση προνομιακών πληροφοριών[13], δηλαδή πληροφοριών που σχετίζονται είτε με γεγονότα που επηρεάζουν την τιμή, είτε με γεγονότα που επηρεάζουν σημαντικά την αξία των μαρκών με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία ή του αποθεματικού περιουσιακών στοιχείων. Ένα δεύτερο μέρος των ρυθμίσεων αναφέρεται στην απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς[14], απαριθμώντας συμπεριφορές που συνιστούν χειραγώγηση και θεσπίζοντας μέτρα για τον εντοπισμό και την πρόληψη της. Το κανονιστικό πλαίσιο παρουσιάζεται αρκετά ευρύ, ώστε να είναι δυνητικά εφαρμόσιμο σε μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς λόγω της τεχνολογίας.
Αξιολόγηση του Κανονισμού για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων
Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη, δομημένη, και περιεκτική νομοθεσία που έχει θεσπιστεί μέχρι σήμερα για τον χώρο της αγοράς κρυπτοστοιχείων. Οι διατάξεις του διαθέτουν συνοχή και υψηλή ρυθμιστική αξία, σε αντίθεση με άλλες κανονιστικές προσεγγίσεις, προερχόμενες κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που περιορίζονται σε περιπτωσιολογική αντιμετώπιση των αγορών κρυπτοτεχνολογίας και ρύθμιση δια της επιβολής. Ο Κανονισμός, λοιπόν, αναμένεται να αποτελέσει πυλώνα της χρηματοοικονομικής ενωσιακής πολιτικής, και να θέσει την Ένωση σε ηγετική θέση όσον αφορά την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας και την προσέλκυση επενδύσεων και καινοτομιών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και προϊόντων κρυπτοστοιχείων.
Παρόλα αυτά, ήδη από το στάδιο προπαρασκευής του Κανονισμού, έχουν εκφραστεί ανησυχίες για τη δυνατότητα του θεσπιζόμενου νομοθετικού πλαισίου να καλύψει τους διαρκώς εξελισσόμενους ανακύπτοντες κινδύνους. Αναφαίνονται κενά στη ρύθμιση ζητημάτων, όπως η προστασία των καταναλωτών, ιδιαίτερα σε περίπτωση πτώχευσης του παρόχου υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, η εποπτεία των μεγαλύτερων παικτών της αγοράς και το σχετικό καθεστώς κυρώσεων, αλλά και η σχέση μεταξύ του MiCA και άλλων νομοθετικών κειμένων της Ένωσης με συναφές περιεχόμενο. Επιπροσθέτως, κριτική ασκείται στο πλέγμα ρυθμίσεων για τις μάρκες με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία και τις μάρκες ηλεκτρονικού χρήματος, που χαρακτηρίζεται ανεπαρκές για την προστασία της αγοράς σε περίπτωση έλλειψης ρευστότητας και κινδυνώδες για την οικονομική σταθερότητα. Περαιτέρω, η συνεχής ανάπτυξη της τεχνολογίας και των υπηρεσιών αποκεντρωμένων χρηματοοικονομικών, που βρίσκονται εκτός του καθ΄ύλην πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού, απειλούν να καταστήσουν το νομοθετικό πλαίσιο παρωχημένο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, και να ενισχύσουν την ευαλωτότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τέλος, η ύπαρξη σταθερού νομικού πλαισίου θεωρείται, μεν, ευεργετική για την καινοτομία και την επενδυτική δράση, ενδέχεται, δε, μια νομοθετική παρέμβαση σε λανθασμένο χρονικό σημείο και με περιορισμένα περιθώρια προβλεπτικότητας, προβλεψιμότητας, και προσαρμογής σε μέλλουσες συνθήκες -χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στον MiCA από ορισμένους θεωρητικούς-, να οδηγήσει σε μαζική έξοδο πληθώρας εκδοτών μαρκών και παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων από την ενωσιακή αγορά και σε αναστολή της καινοτόμας προόδου.
Επίλογος
Τελικά, ο MiCA, ένα πολύ πρόσφατο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, υπόσχεται πολλά και ενέχει πολλούς κινδύνους. Η επιτυχία του, ή η έλλειψή της, θα φανεί τα επόμενα χρόνια, καθώς θα δοκιμαστεί δια της εφαρμογής και θα συμπληρωθεί από τη δευτερογενή νομοθεσία και μαλακό δίκαιο. Το αν θα φέρει λύσεις ή περισσότερα προβλήματα για το τραπεζικό σύστημα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα μένει να το δούμε.
Βιβλιογραφία
Elia G., Stefanelli V. and Ferilli G.B., “Investigating the role of Fintech in the banking industry: what do we know?”, European Journal of Innovation Management, Vol. 26 No. 5, pp. 1365-1393, 2023
Κούκκου Α., “Η εξέλιξη της λειτουργίας των τραπεζών και οι μεταβολές στη συναλλακτική εξυπηρέτηση των πελατών από το έτος 2010 στο έτος 2030”, διπλωματική εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2021
Kalfaoglou F., “Cryptoassets: Potential implications for financial stability”, Bank of Greece, Economic Bulletin No. 50, pp. 113-115, December 2019
Tzoulia E., “The blockchain ecosystem in the light of intellectual property law”, Journal of Intellectual Property, Information Technology and E-Commerce Law 13 (3), pp. 291-292, 2022
Maia G., and Vieira dos Santos J., “MiCA and DeFi (‘Proposal for a Regulation on Market in Crypto-Assets’ and ‘Decentralised Finance’)”, Forthcoming article in “Blockchain and the law: dynamics and dogmatism, current and future”; Eds: Francisco Pereira Coutinho, Martinho Lucas Pires and Bernardo Barradas, July 2021
Divissenko N., “Regulation of Crypto-assets in the EU: Future-proofing the regulation of innovation in digital finance”, European Papers, Vol. 8, No 2, pp. 665-687, 2023
Annunziata F., “An Overview of the Markets in Crypto-Assets Regulation (MiCAR)”,
European Banking Institute, Working Paper Series No. 158, December 2023
[1] Agarwal S. and Zhang J., FinTech, lending and payment innovation: a review, Asia-Pacific Journal of Financial Studies, Vol. 49 No. 3, 2020, pp. 353-367.
[2] 3§1 στ. 6.
[3] 3§1 στ. 7.
[4] 3§1 στ. 9.
[5] Σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 6, 7, 8 και 9.
[6] Άρθρο 45.
[7] Άρθρο 49.
[8] Άρθρα 51-55.
[9] Άρθρο 3§1 στ. 15.
[10] Άρθρα 66 – 74.
[11] Άρθρα 75 – 82.
[12] Άρθρο 85.
[13] Άρθρα 87 – 90.
[14] Άρθρα 91 – 92.