Ποινή φυλάκισης για χρήση ξένου σήματος: Αναλογικότητα
Απόφαση ΔΕΕ, C‑655/21, 18/10/23:
Το άρθρο 49 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική διάταξη η οποία, σε περίπτωση χρήσης σήματος στις συναλλαγές χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, προβλέπει την επιβολή τόσο στερητικών της ελευθερίας όσο και χρηματικών ποινών, εφόσον, για χρήση που ήταν επανειλημμένη ή προκάλεσε σοβαρές επιζήμιες συνέπειες, η διάρκεια της επαπειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι πέντε έως οκτώ έτη.
Μια ενδιαφέρουσα απόφαση σε σχέση με τις ποινικές κυρώσεις που μπορεί να επισύρει η χαρίς άδεια χρήση ξένου σήματος, εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα το ΔΕΕ.
Σημειώνεται, εισαγωγικά, ότι στον ελληνικό Ν. 4679/2020, το άρθρο 45 προβλέπει ότι:
1. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ τιμωρείται όποιος εν γνώσει: α) χρησιμοποιεί σήμα κατά παράβαση των περιπτώσεων α΄ ή β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 7, ή β) θέτει σε κυκλοφορία, κατέχει, εισάγει ή εξάγει προϊόντα που φέρουν αλλότριο σήμα, ή προσφέρει υπηρεσίες με αλλότριο σήμα, ή γ) τελεί μία από τις πράξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 7. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με πρόθεση χρησιμοποιεί σήμα φήμης, κατά παράβαση της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 7, για να εκμεταλλευτεί ή να βλάψει τη φήμη του.
2. Επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή ύψους έξι χιλιάδων (6.000) έως τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ επί προσβολής σήματος με σημείο που ταυτίζεται με το σήμα και συντρέχει επίσης ταυτότητα ή ομοιότητα προϊόντων ή υπηρεσιών: α) αν το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημία που απειλήθηκε από τις πράξεις της παραγράφου 1 είναι ιδιαίτερα μεγάλη και συντρέχει εκμετάλλευση σε εμπορική κλίμακα, ή β) αν ο υπόχρεος τελεί τις πράξεις της παραγράφου 1 κατ’ επάγγελμα.
3. Όποιος με πρόθεση χρησιμοποιεί τα σύμβολα και τα σημεία που αναφέρονται στις περίπτωση η΄, θ΄ και ιε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 τιμωρείται με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
4. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, η ποινική δίωξη ασκείται κατ’ έγκληση, ενώ στην περίπτωση της παραγράφου 3, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα.
Η σχολιαζόμενη απόφαση του ΔΕΕ ασχολείται με αντίστοιχη διάταξη του Βουλγαρικού δικαίου που προβλέπει ότι, σε περίπτωση χρήσης σήματος στις συναλλαγές χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου επιβάλλονται στον παραβάτη τόσο στερητικές της ελευθερίας όσο και χρηματικές ποινές. Συγκεκριμένα, η χρηματική ποινή κυμαίνεται από 5 000 έως 8 000 BGN, τη στιγμή που, για χρήση επανειλημμένη ή που προκάλεσε σοβαρές επιζήμιες συνέπειες, η διάρκεια της επαπειλούμενης ποινής φυλάκισης είναι τουλάχιστον πέντε έτη.
Συναφώς, το άρθρο 61 της συμφωνίας TRIPs υποχρεώνει τα μέλη του ΠΟΕ να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις τουλάχιστον για ορισμένες προσβολές δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως η εκ προθέσεως απομίμηση/παραποίηση εμπορικών σημάτων σε εμπορική κλίμακα. Αφήνει όμως την επιλογή και τη ρύθμιση των λεπτομερειών των ποινικών διαδικασιών στη διακριτική ευχέρεια των μελών.
Επιπλέον, το άρθρο αυτό ορίζει ότι οι ποινικές κυρώσεις «περιλαμβάνουν τη φυλάκιση ή/και χρηματικά πρόστιμα, τα οποία πρέπει να είναι αρκετά υψηλά» και «να αντιστοιχούν ως προς την αυστηρότητά τους στις ποινές που επισύρονται για ποινικά αδικήματα ανάλογης σοβαρότητας». Στις κατάλληλες περιπτώσεις, οι προβλεπόμενες ποινές πρέπει να περιλαμβάνουν «την κατάσχεση, τη δήμευση ή την καταστροφή των παράνομων εμπορευμάτων, καθώς και οποιωνδήποτε υλικών ή εργαλείων που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο για τη διάπραξη του αδικήματος».
Ενόψει των παραπάνω και ελλείψει εσωτερικών νομοθετικών μέτρων της Ένωσης όσον αφορά τις επιβλητέες κυρώσεις, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίσουν τη φύση και την αυστηρότητα των κυρώσεων για χρήση ξένου σήματος χωρίς άδεια, τηρώντας μεταξύ άλλων την αρχή της αναλογικότητας. Τούτο σημαίνει ότι η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του αδικήματος, όπως υπαγορεύεται και από το άρθρο 49 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ποινική νομοθεσία κράτους μέλους δεν είναι αναλογική, απλώς και μόνο επειδή προβλέπει, στις κατάλληλες περιπτώσεις, πέραν της επιβολής χρηματικής ποινής και καταστροφής των επίμαχων εμπορευμάτων, την επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής. Σε τέτοια περίπτωση, όμως, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να βεβαιωθούν ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλομένων κυρώσεων δεν θα υπερβεί τη βαρύτητα της διαπιστωθείσας παράβασης. Συναφώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, τόσο η δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να μεταβάλει τον αναγραφόμενο στο κατηγορητήριο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή ηπιότερης κύρωσης, όσο και η δυνατότητά του να προσαρμόσει την κύρωση στη σοβαρότητα του τελεσθέντος αδικήματος
Εν προκειμένω, η ιδιαιτέρως ευρεία περιγραφή στον Βουλγαρικό νόμο του αδικήματος που επισύρει στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον πέντε ετών (“πράξη επανειλημμένη ή με σοβαρές επιζήμιες συνέπειες”), δεν είναι ικανή να διασφαλίσει ότι οι αρμόδιες αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν ανά περίπτωση την επιβαλλόμενη κύρωση στη βαρύτητα της πράξης.
Πράγματι, οι αρμόδιες αρχές ενδέχεται να κληθούν να εξετάσουν πράξεις χρήσης σήματος χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου οι οποίες θα έχουν ιδιαίτερα περιορισμένο αντίκτυπο στις συναλλαγές, παρά την εκ προθέσεως και επανειλημμένη τέλεσή τους. Σε τέτοια περίπτωση, ούτε οι διατάξεις περί ελαφρυντικών περιστάσεων του βουλγαρικού ΠΚ, ούτε αυτές περί αναστολής εκτέλεσης της ποινής, μπορούν να περιορίσουν την ποινή φυλάκισης κάτω από το κατώτατο όριο ποινής.
Συνεπώς, η κρίσιμη εθνική νομοθετική διάταξη παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.